Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Ένα δικό μου Πάσχα


Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα η μάνα μας ακολουθούσε πιστά τις εντολές τις εκκλησίας.
Δεν τρώγαμε καθόλου κρέας και Μ. Τετάρτη και Μ. Παρασκευή όπως και Μ. Σάββατο δεν τρώγαμε ούτε λάδι. Από τις 6.00 το απόγευμα και πριν χτυπήσει η καμπάνα μας έστελνε στην εκκλησία να "πιάσουμε θέση" γιατί ο ναός γέμιζε ασφυκτικά και δεν θα έβρισκε κάθισμα να καθίσει αν ερχόταν αργότερα. Πανευτυχείς τρέχαμε μέσα από άχτιστα οικόπεδα, που τώρα είναι πολυκατοικίες, κυνηγιόμασταν και λερώναμε τα καλά μας ρούχα μα στο τέλος φτάναμε στην Παναγιά την Χρυσομαλλούσα. 
Κρατούσα πάντα μια Σύνοψη, που την έχω ακόμη, κι αγόραζα κι ένα κερί από το παγκάρι. Όχι για να το ανάψω στην εικόνα μα για να το κρατώ αναμμένο όταν θα διάβαζε ο παππάς το Ευαγγέλιο. Στα δώδεκα Ευαγγέλια της Μ. Πέμπτης χαιρόμουν κρυφά αφάνταστα γιατί θα χρειαζόμουν πολλά κεριά. 

Η γιαγιά μου ήταν πνεύμα αντιλογίας. Όσο ζούσε δεν άφηνε την μητέρα να μας "νηστέψει". Έλεγε πως τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη. Μα στην Μυτιλήνη όλοι είναι "παιδιά" ακόμα κι οι μεγάλοι. Έλεγε η γιαγιά: "Τα μουρέλια μ τι αμαρτίες να 'χειν;" και μ' αυτό το σκεπτικό έβαζε κρυφά τυράκια στο τραπέζι για να τσιμπολογήσει ο πατέρας μου κι εγώ. Είμαστε "μουρέλια" οπότε δεν είχαμε αμαρτίες. Έτσι το Πάσχα ήταν τόσο διασκεδαστικό εκτός από γιορτινό. Κι αν έκλεβα κρυφά ένα κουλουράκι ή έκανα πως έτρωγα το τσουρέκι μου, η γιαγιά το ήξερε μα δεν με μαρτυρούσε ποτέ. 

Το καλύτερο απ' όλα όμως ήταν το βάψιμο των αυγών την Μ. Πέμπτη. Από νωρίς έτρεχα στα χωράφια ή στις γειτονικές αυλές να κόψω φύλλα απ' τα φυτά για να τα βάλουμε πάνω στ' αυγά και να τα δέσουμε με το παλιό καλσόν της μαμάς να βγει το σχέδιο. Ακόμα τυλίγω τα αυγά με το καλσόν και βάζω φύλλα από τριφύλλι. Ο άντρας μου δεν τα πιάνει αυτά τα αυγά. Είναι φανατικός ολυμπιακός κι έτσι την γλιτώνουν. Είναι τα δικά μου αυγά.

Γέμιζε, η γιαγιά ένα πανέρι με τέτοια κόκκινα αυγά και τα έπαιρνε να τα μοιράσει μαζί με τσουρεκάκι και κουλούρια στους φτωχούς της. Έφτιαχνε ποσότητες θυμάμαι. Έπαιρνε στο χέρι το πανέρι της και ξεκινούσε κάθε Μ. Σάββατο πρωί να μοιράσει στους φτωχούς της γειτονιάς από 5 αυγά ένα τσουρέκι κι ένα πιάτο κουλουράκια. Είχε και ένα κουτί γάλα νουνού ζαχαρούχο για κάθε οικογένεια που είχε παιδιά. Αυτά όλα με την συνταξούλα της η γιαγιά μου κι ας μην ήταν τίποτα πλούσια. "Έχουμε περάσει τόση φτώχεια", έλεγε," μας φτάνουν και μας περισσεύουν και για τους άλλους. Μην βαρυγκομάτε." 

Αχ, το Πάσχα στο νησί μου το καλύτερο. Ξέπλενε η Αγάπη όλες τις αμαρτίες μας, μικρές ή μεγάλες. Και μ' αγνότητα πηγαίναμε να κοινωνήσουμε το Μ. Σάββατο κι ας είχαμε κλέψει εκείνο το κουλουράκι της Λαμπρής απ' το πανέρι της γιαγιάς.
Ρένα Γέρου