Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

ΧΟΥΣ ΕΙΣ ΧΟΥΝ

Μάνα γη,
 θνητός εγώ, τέκνο δικό σου,
κομμάτι μικρό κι αναπόσπαστο τμήμα σου.
Εσύ η αρχή και το τέλος
του φευγαλέου ονείρου μου.
Ξαφνικά ένα βότσαλο την γαλήνια επιφάνεια
μιας λίμνης ταράσσει.
Ζωή, ωριμότητα, θάνατος, αναγέννηση,
ο αέναος κύκλος
με προοδευτική μετεξέλιξη.
Εντός της θάλασσας είσαι,
εκεί απ’ όπου οι στεριές κορυφώνονται
στ’ ουρανού τα θεμέλια.
Κι εγώ λίγος κι ασήμαντος
στου χρόνου το αιώνιο,
να σε δαμάσω, ο υβριστής, ματαίως προσπάθησα.
Με το καινούριο φεγγάρι τα έργα μου
ανακυκλώθηκαν όλα στην αγκαλιά
του κισσού και της φτέρης.
Αγρίμια μόνα και άδολα
κοιτούν τα κουφάρια της αλαζονείας μου.
 Κι αν ζωή σαν την μάνα μας δώρισες
εσύ θάνατος κι ανάσταση αντάμα.
Χθων μου πολύτιμο,
υμνώ σε
δοξάζω και
σέβομαι.

                                            

                                             Βραβείο στο Earth Poetry Festival  Ιούνιος 2017 Θεσσαλονίκη.
Η φωτογραφία Θέα από το μαντείο των Δελφών (Προσωπικό αρχείο)                                                       

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Η Πεταλούδα



Οι γελαστοί άνθρωποι με τ’ άσπρα καφτάνια, έρχονται κάθε καλοκαίρι στο χωριουδάκι μου. Μελίσσι που βουίζει ξεγνοιασιά κι ένα χαμόγελο με δόντια άσπρα, κολλημένο θαρρείς στο πρόσωπο τους. Κοιτάνε την ίδια μπλε θάλασσα που βλέπω κι εγώ κάθε που ξυπνώ. Χαίρονται σαν μικρά παιδιά. Μοιάζουν ξέγνοιαστοι κι ικανοποιημένοι.
Τους κοιτώ. Παίρνω τα μάτια μόλις με καταλαβαίνουν. «Είναι αγένεια να καρφώνεις το βλέμμα», μου είχε πει πολλές φορές η μάνα. Όπως και το «μη δείχνεις», «μη βήχεις» κι άλλα χιλιάδες μη. Μπήκαν κάτω από το πετσί μου. Σαν τα βελάκια που καρφώνουμε στο στόχο. Όλα τα μη της ζωής μου κρέμονται καρφωμένα στο δέρμα μου.
Ετούτοι οι γελαστοί χίπηδες δεν έχουν «μη». Τους ζηλεύω. Έρχονται εδώ, στον τόπο που γεννήθηκε το «μη» και τολμάνε να το χλευάζουν. Κι όλοι το δέχονται αυτό. Ακόμα κι η μάνα. «Πήγαινε τους καφέδες στο γωνιακό τραπέζι. Άντε μη χαζεύεις». Σχεδόν τρέχοντας, όρμισα να μην περιμένουν. Για 6 και 20 (καφέδες και τυρόπιτες σπιτικές) έβαλα το καλό μου χαμόγελο.
Κανείς δεν προσέχει. Μόνο εγώ. Φταίει που ακούω δυνατά ακόμα και τα φτερά της πεταλούδας. «Βιάσου! Η κυρία στο 2 θέλει τον φρέντο εσπρέσο της. Κουνήσου! Μη χαζεύεις». Να το πάλι εκείνο το «μη» να ξεφυτρώνει εκεί που δεν το σπέρνουν. Μόνο για μας. Οι άνθρωποι με τα λευκά καφτάνια δεν μοιάζουν να ξέρουν τι σημαίνει. «Σε ζηλεύω μικρή», είπε η κυρία, «ζεις στον Παράδεισο». Κοίταξα γύρω μου. Έλεγε παράδεισο την ακρογιαλιά μου. «Δεν προφταίνω να τον χαρώ» ήθελα αν της πω μα δεν μίλησα, εκείνο το «μη» καραδοκούσε. Έριξα τα μάτια κάτω κι έφυγα. Ο παράδεισος είναι μέσα σου μου φώναζα χωρίς να ακούγομαι.
Η κυρία με το λευκό καφτάνι γέλασε βροντερά. Ο νεαρός που την συνόδευε την φίλησε απαλά στο μάγουλο. Ήταν ένα παράξενο φιλί γιατί θα μπορούσε να ήταν γιος της μα το φιλί του ήταν αλλιώτικο. Αν ήταν γιος έμοιαζε βρώμικο. Αν δεν ήταν πάλι κάτι είχε. Σαν πλαστικό. Ούτε κι αυτός έβλεπε τον παράδεισο. Ήμασταν τρεις. Εγώ, ο νεαρός κι η μάνα μου στην κουζίνα που δεν τον βλέπαμε.
Μονάχα η κυρία με το λευκό καφτάνι τον έβλεπε. Ίσως και όχι. Ίσως να το έλεγε μόνο. Ίσως να μην την ένοιαζε καν. Ίσως πάλι να ήθελε να βλέπει γιατί δεν θα άντεχε σαν εμάς να δει κάτι άλλο. Πολλά τα ίσως. Σας είπα. Είναι που ακούω τα φτερά της πεταλούδας σαν πετάει. Βαρύ φορτίο να έχεις οξύτατη ακοή. Δεν μπορείς να κρυφτείς, ούτε να κλείσεις τ’ αυτιά σου. Σε κυνηγά ο ήχος κι η αλήθεια του.
Τόσα χρόνια στο ίδιο πόστο. Οι άνθρωποι με τα λευκά καφτάνια πάνε κι έρχονται. Διαφορετικοί. Ίδιοι. Παρόμοιοι. Ολόιδιοι. Συνήθισα κι εγώ. Δεν τους ζηλεύω πια. Γελάνε διαρκώς. Δεν γελώ συχνά. Όταν γελάσω θα είναι από αλήθεια. Είναι μπαλωμένη η ποδιά μου. Κατεβάζω τα μάτια να μην ακούω τα φτερά. Σερβίρω μόνο.
 «6 και 20 κυρία, το σύνολο».
«Πάρε 10 και κράτα τα ρέστα». Ήταν το φιλί πιο ρόδινο. Μπορεί κάτι να της θύμισε.
«Σας ευχαριστώ».
Ο νεαρός μου έγνεψε αντίο. Την άλλη μέρα έμπαινε στο στούντιο να ηχογραφήσει το καινούριο του σι ντι.
Ο παράδεισος. Ένα όνειρο, σαν την σκόνη από τα φτερά της πεταλούδας. Αν την αγγίξεις μόνο λερώνεσαι κι η πεταλούδα σαν να ξεβάφει.

Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Ο Χρησμός


Κόπιασε. Γύρε σιμά μου κι αφουγκράσου: « Εστ’ ήμαρ…».
Πολύβουες κάθε χειμώνα οι μέρες, μ’ ανάσες καλοκαιρινές δονούνται
Εδώ στης γης τον ομφαλό, μ’ ένα κρεσέντο απάνεμο η πηγή σιωπές υψώνει: « Εστ’ ήμαρ ότε…»
Μην με ρωτάς τι να ήθελε να πει. Ελεύθερη άσε την ψυχή σου, άκου.
Τούτον τον προπατορικό τον λυρισμό, αιώνες με αποσπερίτες
τους φώτισε Απολλώνιος  στέφανος. «… Φοίβος…»
Οι πέτρες ίδιες. Πάνω τους οι ηλιαχτίδες ελπίδες προσκυνάνε κάθε αυγή.
Αγνότητα κι αλήθεια ο αέρας ες αεί ομολογεί, καθώς ανάμεσα περνά.
Διδάσκεται, ωριμάζει «…πάλιν ελεύσεται…»
Κάθε λογής πετούμενο και κάθε ον τετράποδο τον απαράμιλλο βωμό
μ’ ευλάβεια προσκυνά.
Απ’ το μελίσσι που βουίζει θαλερά και τον ανθό του θυμαριού και του έλατου ρουφά, μέχρι την γερακίνα που αγέρωχη ψηλά εκεί τριγυρίζει.
Ο ήλιος λούζει κεχριμπάρι τα βουνά, δανείζεται το φως του από τα βράχια τα ίδια.
Τ’ αηδόνι στου μαντείου την πηγή βουτά κι ευθύς τραγούδι αρχινά με σθένος: « Εστ’ ήμαρ ότε Φοίβος…»
Η πλάση ολόγυρα σμιλεύεται αρμονία κι ομορφιά.
Τι κι αν την αίγλη σου ζηλέψαν πορθητές να την κουρσέψουν δεν κατάφεραν.
Ανθρώπων έργα τα λάφυρα τους, μόνο.
Χαμένο το σημάδι των ανομιών τους μέσα στης κερήθρας την μοσχοβολιά.
Κι η θάλασσα ροδόσταμο ξεπλένει την κακία απ’ τ’ ακρογιάλι.
Το χώμα Ελληνικό.  Αέρας από ρίγανη, χαμόμηλο και δάφνη.
Διαβάτη άκου με την παιδική σου την καρδιά. Μπορείς.
Η Πυθία δεν έπαψε ποτέ να προφητεύει:
« Εστ’ ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται
και ες αεί έσεται».


{Το ποίημα μου "Ο Χρησμός" διακρίθηκε στους 32ους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης}