Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΕΥΤΥΧΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΕΥΤΥΧΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

"ΦΤΟΥ ΞΕΛΕΦΤΕΡΙΑ ..."

Απ' τα καλοκαίρια κρατώ γλυκά
τα λευκά καμπαναριά 
τις θαλασσοδαρμένες βάρκες 
που τις λέγαν "Αϊ Νικόλα" 
ξέγνοιαστα γέλια από τους μαθητές
και τρανταχτές φωνές των νιων μανάδων 
που βλέπαν τα βλαστάρια τους να ξεπετάγονται.

Τα καλοκαίρια με γεύση από κύλισμα στο γρασίδι
και άμμο ανάμεσα στα δάχτυλα του ποδιού.
Το φρέσκο παγωτό του κυρ Βασίλη
πάνω στο σαραβαλάκι του να φωνάζει :

 "Δροσιές τα παγωτά".
Τ' αξέχαστα τα καλοκαίρια τα παιδικά
γεμάτα βασιλικό νοτισμένο

στην αυλή του Αγίου Συμεών στην Κουλμπάρα. 
Μυρίζαν οι εσπερινοί δροσάτη φρεσκάδα
κι η μάνα έτρεμε να μη λερώσω το καλό φουστάνι.

Απ΄τα καλοκαίρια κρατώ αγκαλιά τις θύμησες.
Τα ξεφαντώματα μες τα σοκάκια στο Κιόσκι.
Και τις φωνές τις παιδικές :
"Φτου! Ξελεφτερία για όλους".Ειρήνη Γεροντάρα 

Από το βιβλίο μου "ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ " εκδόσεις ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ 2021 Διατίθεται σε όλα τα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία διαδικτυακά και μη. 



 

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

ΑΠΟΒΡΑΔΑ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

 

 

 

Σαν τα κυριακάτικα φορούσαμε, όλος ο τόπος μύριζε λεβάντα. Η μάνα διάλεγε το καλοκαιρινό ταγέρ. Το καλό. Από ύφασμα κρεπ.  Είχε ένα χρώμα μπεζ ανοιχτό και ταίριαζε με εκείνα τα όμορφα, καφέ- ταμπά παπούτσια με το λουράκι στο κουντεπιέ και το ψηλό τακούνι. Κι ο πατέρας που δεν αγαπούσε τα ασορτί, διάλεγε το παντελόνι «της εκκλησίας», και το σακάκι το «ελαφρύ». Έτσι ντυμένοι τα καλά μας, κάθε Κυριακάτικο απόβραδο παίρναμε να κατηφορίζουμε την οδό Σκρα. Μέσα από τις βυζαντινές της διακλαδώσεις και τα παραδοσιακά σπίτια με τα σαχίνια και τα αρχοντικά πορτοπαράθυρα, μας έβγαζε γρήγορα πίσω από το σημερινό Λιμεναρχείο κι από εκεί στην Προκυμαία. Εκεί ήταν η μεγάλη βόλτα του νησιού.

Σαν έπεφτε ο ήλιος όλη η πόλη ντυμένη σαν να βγήκε από σκηνή του κινηματογράφου, κατέβαινε στην προκυμαία για τον απογευματινό της περίπατο. Ολόκληρες οικογένειες μαζικά σεργιανούσαν πάνω στο φαρδύ πεζοδρόμιο της παραλίας. Εκεί που ήταν δεμένα τα καΐκια του κυρ Αντώνη και του καπτάν Νικόλα και το φορτηγό «Ελεονόρα»  που κουβαλούσε ζωοτροφές από τη Μαύρη Θάλασσα και τις ξεφόρτωνε στο λιμάνι μας για τα ζωντανά. Εκεί λίγο πιο κάτω άραζε και το «Σαπφώ» που κάθε Σάββατο πρωί ξεμπάρκαρε τους επιβάτες από τον Πειραιά και καθόταν εκεί αραγμένο μέχρι να φύγει Κυριακή κατά τις έξι το απόγευμα. Ο πατέρας πάντα κατέβαινε στον απόπλου γιατί έτσι συνηθίζαμε τότε. Να λέμε «αντίο» στους επιβάτες. Να τους ξεπροβοδίζουμε με μια ευχή για «καλό ταξίδι» . Κι έπειτα να ξεκινάμε την απογευματινή μας βόλτα.

Όταν το πλοίο χανόταν στο ορίζοντα για την Χίο, ξεκινούσαμε κι εμείς για το πάρκο της Αγίας Ειρήνης να παίξουμε στις κούνιες όσο οι μεγάλοι έπιναν τον καφέ τους στο αναψυκτήριο κοντά στα Κτελ. Και η ώρα περνούσε απίστευτα γρήγορα. Όπως περνάνε οι ώρες οι ευτυχισμένες για όλο τον κόσμο και τελειώνουν προτού αντιληφθείς πως άρχισαν. Σαν έπαιρνε να βραδιάζει, εμείς οι μικροί ιδρωμένοι και μέσα στην σκόνη αρχίζαμε τον περίπατο μαζί με τους περιποιημένους γονείς μας κατεβαίνοντας στην προκυμαία ξανά, αυτή τη φορά από τον δεξιό   λιμενοβραχίονα εκεί που ήταν το κτήριο της Νομαρχίας.

Εκεί, στην βόλτα ήταν η κοσμοπλημμύρα. Σαν τρένα που κυλούσαν σε αντίθετες ράγες οι άνθρωποι «ανέβαιναν» σύριζα στην θάλασσα, ή κατέβαιναν από την εσωτερική μεριά, από την στεριά. Δεν μπορούσες να παραβλέψεις την φορά και να μπεις στο αντίθετο ρεύμα. Υπήρχε μια σιωπηλή συνεννόηση που επέβαλε την τάξη της βόλτας. Μιας βόλτας όμορφης και καθόλου ήσυχης. Υπήρχε ένα αδιάκοπο μουρμουρητό που το έπαιρνε το θαλασσινό αεράκι και το μετέφερε μέχρι μέσα στ’ ανοιχτά. Κουβέντες και λόγια και γέλια και χαχανητά ανέβαιναν σαν τον καπνό στον ουρανό κι από εκεί η θάλασσα ολόχαρη που είχε μουσαφίρηδες, τις πήγαινε πιο μέσα ν’ ακουστούν κι από τα σιωπηλά της πλάσματα, να τους δώσουν χαρά. Γιατί αυτό λείπει από τον βυθό της. Και το παίρνει από εμάς. Σε αντάλλαγμα μας αφήνει να την διασχίζουμε , να την ταξιδεύουμε και στον ψαρά να ζει από τα πλάσματα της. Μα έχει πάρει κι εκείνη αντάλλαγμα, τούτη την ανθρωπιά και την αγάπη που ξεχειλίζει από τις βόλτες.  Βλέπεις τούτα τα τρένα δεν βιάζονταν κι όλη την ώρα σταματούσαν να χαιρετηθούν. Πότε έβλεπες τους παλιούς γειτόνους από την «απάνω Σκάλα», πότε τους συγχωριανούς που είχαν κατεβεί στην Μυτιλήνη για να παν στην αγορά και ξεμείνανε στο σπίτι της «αξαδέρφης» για το βράδυ, για την βόλτα. Και να τα γέλια και τα αγκαλιάσματα και οι χαιρετούρες. Και τα «πόσο μεγάλωσες εσύ πιτσιρίκο» και τα «καλέ, κοτζάμ κοπέλα γίνηκε η μικρή». Πιο κάτω πάλι σταματούσε το τρένο και μια άλλη ομάδα είχε στήσει πηγαδάκι και διαφωνούσε για τα πολιτικά αλλά με πειράγματα και γέλια. Όχι με κακία και εμπάθεια. Ήταν αγάπη στον αέρα. Κι αυτό η θάλασσα το είχε ανεκτίμητο. Τα κρύα πλάσματα της δεν ένιωθαν αυτό το συναίσθημα. Περίμενε, λοιπόν, κι αυτή τούτη τη βόλτα, την ανεπίσημα προγραμματισμένη, για να ρουφήξει την αγάπη απ’ τον αέρα.

Τότε, τελείως ξαφνικά και αναπάντεχα, φτάναμε μπροστά στου «Φλόκα». Εδώ ήταν το πιο γλυκό κομμάτι της εξόδου μας. Κοιτούσαμε με αγωνία τα γεμάτα τραπέζια και κάπου στην μέση να κι ένα που μόλις είχε αδειάσει και τα ποτήρια και τα πιάτα ήταν ακόμα πάνω στο τραπέζι. Με ευλυγισία και χάρη χορεύτριας ο πατέρας πρώτος κυλούσε σχεδόν ανάμεσα στις καρέκλες κι έπιανε την θέση. Καθόμασταν κατάκοποι από την αργόσυρτη βόλτα μας με τα χιλιάδες σταματήματα, και περιμέναμε το γκαρσόνι για την παραγγελία. Η μάνα καθόταν πάντα στην κεντρική θέση. Να βλέπει τον κόσμο και την θάλασσα. Η γιαγιά καθόταν πλάι της κι εμείς τα μικρά με τον πατέρα στις καρέκλες που περίσσευαν. Τούτη η ώρα ήταν δική τους. Σαν αστραπή ερχόταν ο λευκός και μαύρος σερβιτόρος και καθάριζε το ασημένιο μεταλλικό τραπέζι , το σκούπιζε και το γέμιζε λάμψη. Όλοι παραγγέλνανε το ίδιο: Λουκουμάδες και κορμό, πορτοκαλάδα και βυσσινάδα. Να δροσιστούν από την κούραση της βόλτας και να γλυκάνουν το στόμα τους . Η μεγαλύτερη χαρά ήταν η ώρα που ο δίσκος ο ξέχειλος με πιατικά και ποτήρια κατέφθανε στα τραπέζια. Το γκαρσόνι είχε βάλει επάνω δυο ή τρεις παραγγελίες μαζί και με επιδεξιότητα χορευτή περνούσε με τον παραγεμισμένο του δίσκο να αιωρείται   με λικνίσματα πάνω από τα κεφάλια μας και να μας γεμίζει με απορία πως δεν του έπεφτε. Το τσίγκινο τετράγωνο πιατάκι με τους λουκουμάδες τους πασπαλισμένους με μέλι και καρύδια πάρκαρε με χάρη μπροστά στα μάτια μου. Πάντα ήταν εφτά οι λουκουμάδες. Ποτέ λιγότεροι ή περισσότεροι. Δεν έκανε λάθος ο ζαχαροπλάστης ποτέ. Και ο κορμός ήταν ένα τεράστιο σχεδόν στρογγυλό κομμάτι φτιαγμένο από τα υλικά του προφιτερόλ κι όχι της πάστας. Η μάνα προτιμούσε την πορτοκαλάδα γιατί πρόσεχε την σιλουέτα της. Και η γιαγιά ήθελε την βυσσινάδα.

Καμιά φορά περνούσαν και παλιοί συμμαθητές του μπαμπά που είχε βγάλει το γυμνάσιο στην πόλη. Κάθονταν κι αυτοί μαζί μας ή δίπλα μας κι άρχιζε η κουβέντα. Κανείς δεν ήθελε να φύγει και οι υπόλοιποι περαστικοί μας κοιτούσαν με ανυπομονησία γιατί ήθελαν κι εκείνοι να κάτσουν κι εμείς κρατούσαμε τις θέσεις ενώ είχαμε τελειώσει με το κέρασμα.  Μα δεν φεύγαμε. Τότε, που οι μεγάλοι πιάναν την κουβέντα, εμείς τα παιδιά από όλα τα τραπέζια, άγνωστα μεταξύ μας, σαν να συνεννοούμασταν χωρίς να μιλάμε και μαζευόμασταν λίγο πιο πέρα στην άπλα του πεζοδρομίου να παίξουμε κρυφτό στα στενά πίσω από το ζαχαροπλαστείο. Κι ερχόταν η ώρα κι έβγαινε κείνο το πορτοκαλί, τεράστιο Αυγουστιάτικο φεγγάρι. Που καθώς ανέβαινε στον ουρανό ασήμωνε την θάλασσα με το φως του κι έλαμπε ολόχαρο πάνω από τα κεφάλια μας. Που να κρυφτείς και πώς να μην σε «φτύσουν» που είχες τον προβολέα από τον ουρανό να μαρτυρά την κρυψώνα σου;

Αυτές οι βραδιές οι αξέχαστες του Αυγούστου, οι γεμάτες αγάπη και πειράγματα και γείτονες καλόκαρδους και γελαστούς. Αυτές οι  βραδιές που ξεχαρβαλωμένοι από την γλύκα της βόλτας μα και μεθυσμένοι από το αλισβερίσι της ανθρώπινης ζεστασιάς πέφταμε λουσμένοι ευχαρίστηση στα λευκά μας κρεβάτια να μπει η επόμενη εβδομάδα γεμάτη απαντοχή για ένα όμορφο αύριο. Αυτές μου λείπουν τώρα απέραντα. Τα απογεύματα της Κυριακής έχουν γίνει κάπως λυπημένα πια.  Κάπως κουρασμένα και μοναχικά. Σχεδόν καταθλιπτικά. Ενώ παλιά δεν μας ένοιαζε καθόλου που ξημέρωνε Δευτέρα.Ρ.Γ.

Φωτογραφία από :Greek Travel Pages 

Τετάρτη 14 Απριλίου 2021

ΜΗΔΕΙΑ


Πως να αντέξεις
Της προδοσίας το ποτό;
Κι ας είσαι μάγισσα, θεά
Του Ήλιου εγγονή
Της Κίρκης της ίδιας ανιψιά..
Αθάνατη , ξεχωριστή...
Σαν ερωτεύεσαι όλα μάταια.
Ανεπαρκή!
Να είναι της μοίρας το γραφτό;
Οι Ήρωες στο ύψος τους ελάχιστες φορές να στέκονται;
Πως να μην εξοργιστείς;
Να δράσεις; Ν' αντιδράσεις;
Πως ακόμα
κι εναντίον του ίδιου σου του εαυτού
να μην στραφείς για να τον τιμωρήσεις;
Βάρβαρη εκδίκηση να ζητήσεις και να λάβεις;
Χορτασμένη από "πολιτισμό", υπεκφυγές, υποχωρήσεις
και κατά κράτος ήττες τις αξιοπρέπειας.
Θα γίνω, λες, για μια φορά αυτή η φρίκη που καθείς φοβάται.
Κι εκείνος,
φονιάς της παλιάς του αγάπης
Αλώβητος να περάσει ήθελε μέσα απ' το στίβο του έρωτα;
Ο υβριστής.
Ποιος νόμιζε πως είναι;
{Ρ. Γέρου}


Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

 

Είχαν κάτι τυπικό οι Κυριακάδες μας στα χρόνια εκείνα τα εφηβικά. Από το 1976 μέχρι και μια δεκαετία αργότερα, όλοι περνούσαμε όμορφα τις Κυριακές που ο καιρός ήταν καλός. Αγαπημένοι μας προορισμοί η Καρύνη πριν την Αγιάσο και τα χωράφια μας ο «Χάλικας» , η «Αλχνή» και τα «Φτέλια». Κι ο καθένας με ότι μέσο διέθετε ξεχυνόταν με παιδιά πεθερικά και φίλους, γείτονες και γνωστούς ή και με το αμόρε του, σε εξοχές γεμάτες «λαλέδες» (Ανεμώνες), πολύχρωμους και γιορταστικούς που φύτρωναν στα Μυτιληνιά λιοχώραφα, όλο αναίδεια κι ανεμελιά.

Με πλαστικά μπουκάλια για νερό που τα γεμίζαμε από δροσερές βρύσες στην άκρη ενός δρόμου κι ένα καλάθι με καλούδια που είχε ετοιμάσει η μάνα αποβραδίς.  Κονσέρβες zwan με χοιρινό και φέτες μορταδέλα από τον «Αλμπάνη» αγορασμένες, απόγευμα Σαββάτου που η αγορά ήταν ακόμα ανοιχτή. Λαδοτύρι και ελιές «αρπάδες» μαύρες, ζαρωμένες και γλυκές. Μια καράφα ούζο κι αυγά βραστά. Μα πιότερο ψωμί ζυμωτό σε μια πινακωτή ανεβασμένο και ψημένο με αγάπη από την μάνα.  Καμιά φορά είχε και κεφτέδες το μενού κι ήταν γιορτινές εκείνες οι εκδρομές.

Φορτώναμε το zastava το άσπρο με κουβέρτες και χράμια πολύχρωμα, φτιαγμένα από απομεινάρια παλιών ρούχων στον αργαλειό της γιαγιάς μου, σε χρόνια παλιά και δύσκολα γεμάτα φτώχεια και δυστυχία. Κάθε κουρέλι να της φέρνει αναμνήσεις και δάκρυα στα μάτια. «Τούτο το τσίτι το φορούσε η αδερφή μ στον αρρεβώνα» και να μια γλυκιά και πικρή αντάμα ανάμνηση έτρεχε από το θολό πια μάτι της γιαγιάς της Ρηνιώς. «Έλα βρε πεθερά τώρα Κυριακάτικα. Πάνε μάζεψε κανα ραδίκ» της φώναζε ο πατέρας να την αποτρέψει από τις αναμνήσεις και να προσπεράσει όποια πίκρα τυχόν θα μόλυνε τις ευτυχισμένες στιγμές μας.

Και δωσ’ του τα μαχαίρια δούλευαν και ξεκοίλιαζαν το χώμα να βγει το ραδίκι και η «λουλουδιά» και ο «ζόχος». Κι εμείς τα παιδιά να τρέχουμε ανέμελα να μαζεύουμε ανεμώνες χρωματιστές όπως αυτές που βγαίνουν στην εξοχή της Μυτιλήνης κάθε Φλεβάρη. Και να τραγουδάμε τα τραγούδια του Πασχάλη και των Κατσάμπα αλλά και της Δούκισσας και της Μοσχολιού, που ακούγαμε σ’ όλη την διαδρομή από το ραδιοκασετόφωνο μέσα στ’ αμάξι.

Πως πέρναγε η ώρα τόσο γρήγορα δεν το θυμάμαι. Μα ξαφνικά πήγαινε τρεις και καθόμασταν να φάμε καταγής. Στρώναμε τα στρωσίδια μας κι ανακούρκουδα όλοι μαζί τσιμπολογούσαμε το γεύμα το λουκούλλειο. Και χορταίναμε με τα ψέματα πιότερο από χαρά και ευτυχία για τούτο το μοίρασμα και την εκδρομή παρά από την ποικιλία των εδεσμάτων. Κι έπειτα βγάζαμε την Kodak να τραβήξουμε φωτογραφίες να έχουμε να θυμόμαστε μια ευτυχία απαράμιλλη.

Τώρα ψάχνουμε για ταβέρνα να χορτάσουμε την πείνα μας σαν βγούμε στην εξοχή. Και γεμίζουμε το τραπέζι φαγητά που δεν μπορούμε να τα φάμε όλα.  Κι αποζητάμε το γέλιο και την χαρά εκείνη την παλιά που με φτώχεια και απλότητα ντυμένη μας γέμισε θύμισες ευτυχίας κι ευλογίας να κρατήσουν για όλη μας τη ζωή.Ρ.Γ.


Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

ΣΙΚΕ ΠΑΙΧΝΙΔΙ



Αποτόλμησα να συμμετέχω
σ' ένα σικέ παιχνίδι
ελπίζοντας αδιάκοπα
πως δεν μετράν οι πλάγιες οδοί
μα οι αξίες και τα ταλέντα.
Κι είδα φίλους που θαύμαζα
να χάνουν και να χάνονται
ν' αλέθονται στο αλεστήρι των γνωριμιών
και της δοσοληψίας.
Με είδα να συντάσσομαι με λάθος ομάδες
να διαφθείρομαι από τα λουλουδένια λόγια
που σάπιζαν πιο κάτω μες την υγρασία του βάζου.
Κι ούτε φαινόταν η σήψη
μονάχα την κάλυπτε μια ευωδιά επινίκιου συμβιβασμού
Κι ήταν το κλάμα σου, αγαπημένε,
που με τράνταξε και ξύπνησα
απ' την ψευδαίσθηση, τη φενάκη και την ομίχλη
που στα μάτια σου σκορπάν
ψεύτικοι, κίβδηλοι κι αγύρτες.
Ανέραστοι και μίζεροι
φανατικοί της διάνοιας μα όχι του πνεύματος.
Αλίμονο καταστρέφουν την ψυχή των ερώτων
μιλώντας οι αδαείς, για έρωτα.
Και γι αποκούμπι της δυστυχίας τους
έχουν τόνους από αδιάβαστα βιβλία.
Κι έρωτα νιώθουν μόνο για τον καθρέφτη τους.
Μα ευτυχώς υπάρχουμε ο ένας για τον άλλον
αγαπημένε.
Και τούτοι όλοι δεν μας φτάνουν
γιατί είμαστε νικητές
χωρίς καν να χρειαστεί να διαγωνιστούμε. Ρ.Γ.


Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΑΦΡΟΥ

 Μ’ ενοχλούν αφάνταστα -μέχρι αηδίας θα πω- εκείνες οι μικροπρεπείς κατ’ ουσίαν «κυριούλες» που πίσω από την μάσκα της αξιοπρέπειας καλύπτουν την ασχήμια της ψυχής τους. Μ’ ένα προπέτασμα νοικοκυροσύνης σε «βάζουν στη θέση σου» (έτσι νομίζουν) σκορπώντας τη λάσπη τους.

Προσποιούνται τις μεγάλες κυρίες και όμως στην αλήθεια συμπεριφέρονται ως «τσόκαρα» και να με συμπαθά το ταπεινό τούτο υπόδημα που τόσο το πρόσβαλα. Το παπούτσι είναι το παπούτσι. Και στ’ ανάκτορα να πας και στο γήπεδο εσύ το φοράς δεν σε φοράει εκείνο.

Δώσαν οι άνθρωποι αξία σε τέτοια υποκείμενα. Κάμποσα, την πήρανε μόνα τους. Σ’ έναν κόσμο που το ήθος χάνεται μαζί με την αδερφή του την ευγένεια, ακόμα και στους κύκλους του πνεύματος επιβιώνουν και έρπουν με επιτυχία φοβάμαι, τέτοιοι απίστευτοι άνθρωποι.
Αλίμονο, στο βάθος του χρόνου όλο αυτό δεν αλλάζει. 

Και ο αφρός είν’ γεμάτος λασπόψαρα…. Ρ.Γ.

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Ανθρώπινες σκέψεις


Διαβάζω τις τελευταίες μέρες εκατοντάδες αναρτήσεις στο ίντερνετ, σχετικές με τον θάνατο μιας μεγάλης σύγχρονης ποιήτριας. Όλοι την είχαν γνωρίσει. Όλοι την αγαπούσαν και την διάβαζαν. Όλοι έβγαζαν φωτογραφίες μαζί της. Και κάθε τόσο στο facebook και σε διάφορους τόπους διαδικτυακούς, εμφανιζόταν όλοι μαζί "γελαστοί και γελασμένοι", όπως λέει και το τραγούδι.

Κι όλο αυτό με κάνει να προβληματίζομαι έντονα και να αναρωτιέμαι. Να θυμώνω και να θέλω να βρω απαντήσεις σε όσα με βασανίζουν. Που ήταν όλοι αυτοί οι φίλοι, οι γνωστοί, οι θαυμαστές στην ώρα της ανάγκης; Εκεί έξω στην καθημερινότητα. Εκεί που η μοναξιά και η φτώχεια και η ερημιά καραδοκούν και κυβερνάνε την πραγματικότητα. Εκεί που όλα τελειώνουν στην στιγμή. Εκεί που όλα οδηγούν σε μια φωτογραφία κι έπειτα ακολουθεί η σιωπή.
Ενέργειες και πράξεις και υποχωρήσεις και ανέντιμα σκαρφαλώματα πολλών ειδών για μια στιγμή εφήμερης δόξας. Μια ματαιοδοξία που περιβάλλεται από ματαιοπονία. Γιατί όλοι σχεδόν, παλεύουν να φανούν για μια στιγμή που θα απαθανατίσουν με το κινητό τους και θα την δείξουν στα social media προς άγρα των like. Που είναι όλοι αυτοί οι θαυμαστές όταν ξυπνάς το πρωί και δεν υπάρχει κανένας να σε καλημερίσει; Που είναι όταν πεινάς ή κρυώνεις;
Τελικά αυτοπροβάλλονται και μέσα από τον θάνατο;
Τελικά όλα έχουν καταλήξει να γίνονται για ένα like;
Μήπως όλος αυτός ο εθισμός στα media μας έχει κάνει λιγότερο αυθεντικούς; Λιγότερο ανθρώπους;
Πόσοι έμειναν ακέραιοι και δεν υπέκυψαν στα like; Πόσοι είναι αληθινοί γείτονες, όπως παλιά που ήταν με την παρουσία τους πλάι στον άνθρωπο; Τώρα μαθαίνουν πως πέθανες από το facebook. Ακόμα και οι συγγενείς.
Για μένα αυτό είναι κατάντια της ανθρωπότητας.
Ρένα Γέρου
Υ.Γ
Νιώθω τυχερή που δεν είμαι διάσημη.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ Ραφαέλλα Χατζηκωνσταντίνου

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

ΤΑ ΔΩΡΑ



Δειλιάζουν τα σήμερα, αναθυμούνται στιγμές.
Στοιχειωμένα από την μοναξιά, δοξάζουν το παρελθόν τους.
Μια συλλογή από ανολοκλήρωτα «τώρα».
Δόξα και τιμή στους θιασώτες όλων των ανεύθυνων στόχων.
Κάθε εγώ , ξεκαρδίζεται στα γέλια κι αφηνιάζει αχαλίνωτο.
Απωθημένες ενοχές  που βρίθουν κενότητας
αποθεώνουν έναν όχλο,
που αλαλάζοντας υιοθετεί νόρμες και στάσεις βαρβάρων.
Ο Μαραθώνας δεν ήταν παρά χώμα και νερό.
Απαξιώθηκε κάθε θυσία με ζητωκραυγές.
Πρόσεχε! Η πίστη κι η συνείδηση ελλοχεύουν σε σκοτεινές ατραπούς.
Μια μοναξιά μεθυσμένη εγωισμό, κερνά αλλοτρίωση σε ραγισμένα ποτήρια.
Κι ο ποιητής θα σωπάσει κι απόψε.
Εδώ κι εκεί κείτονται ριγμένες ευθύνες.
Αποποίηση. Ελευθερία.
Μονάδες οπλισμένες πισώπλατα πυροβολούν.
Νεκρός ο ποιητής. Η γραφίδα στάζει αίμα.
Άδειασε πάνω στο χαρτί την ψυχή του.
Χάθηκε χωρίς λογική. Χωρίς λογισμό.
Στο έλεγα πως δίχως εσένα τα λόγια δεν έχουν αξία.
Ρήμαξε ο κήπος. Ξεράθηκε κείνη η τριανταφυλλιά
που πότιζες μ’ ευλάβεια. Ούτε σπουργίτι δεν έρχεται πια.
Τι να τα κάνω τα δώρα αν δεν σε περιέχουν;
~Ρένα Γέρου~
                                                                           

Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

ΚΥΜΑΤΑ

Μην τα μετράς τα κύματα
με βλέμματα στεριάς.
Να τα μετράς μ' ανάσες του ορίζοντα
με παφλασμούς αλμύρας
με φτερουγίσματα των γλάρων δυνατά
και με σταγόνες που χυμούν απάνω στο βοριά.

Μην την μετράς τη θάλασσα πάνω απ' τα βράχια
κανείς ποτέ τα βράχια δεν αγάπησε.
Του άλμπατρος το πέταγμα και της αλκυόνης το ταξίδι
να μετράς...
Το παιχνίδισμα του αγέρα πάνω στο πανί
και την δροσιά την αλμυρή στα χείλια.

Άσε το πέλαγο να σε φιλήσει απαλά
κράτα με την καρδιά σου την αλήθεια.
Ταξίδεψε σαν το πουλί
ανέμελα , απαλά
κι άσε τα βράχια να τα τρώει η συνήθεια.
(Ρ. Γέρου)

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

ΤΟ ΘΛΙΜΜΈΝΟ ΠΟΊΗΜΑ

Ένα θλιμμένο ποίημα
βάλθηκα να σας γράψω,
μ' ονείρου αναφιλητά
κι έρωτα κουρνιαχτό.
Ένα θλιμμένο ποίημα
με πίκρα ποτισμένο
να μαρτυρά απόρριψης
τον πόνο τον βουβό.
Μαύρο μελάνι έσταξα
στης πένας την γραφίδα
σε δάκρυα απόγνωσης
την βούτηξα μετά.
Κι άρχισα τον συλλογισμό
με θάρρος κορωνίδα
στα μάτια σας να φέρω πυρετό.
Ένα θλιμμένο ποίημα
δεν μπόρεσα να γράψω.
Τ' απόγιομα με βρήκε 
τους στίχους να μετρώ.
Ήτανε χρόνια δίσεκτα
για λέξεις ματωμένες,
στομώσανε  τα λόγια 
που βράζαν μισεμό.  
Έσκισα αίφνης το χαρτί
το πέταξα μακριά μου,
όπως και κάθε θλίψης μου
πικρό αναστεναγμό.
Η γάτα μου που λούζεται
-μόνιμη συντροφιά μου-
εκείνη μου ψιθύρισε
το παμπάλαιο μυστικό.

"Γράφε ποιήματα χαράς
είν' η ζωή μας λίγη.
Μη σπαταλάς ούτε λεπτό
με δάκρυα σκοτεινά.
Κι εγώ, γάτα κι αν είμαι
κι έχω ζωές εφτά,
καμιά δεν θα χαράμιζα
σε λύπης αγκαλιά".

Κι έκαμα όπως πρόσταξε
το μικρό μου το γατί
γιατί στυφή ζωή
και μίζερη,
είναι σαφώς λειψή.

{Ρένα Γέρου}

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Η Πεταλούδα



Οι γελαστοί άνθρωποι με τ’ άσπρα καφτάνια, έρχονται κάθε καλοκαίρι στο χωριουδάκι μου. Μελίσσι που βουίζει ξεγνοιασιά κι ένα χαμόγελο με δόντια άσπρα, κολλημένο θαρρείς στο πρόσωπο τους. Κοιτάνε την ίδια μπλε θάλασσα που βλέπω κι εγώ κάθε που ξυπνώ. Χαίρονται σαν μικρά παιδιά. Μοιάζουν ξέγνοιαστοι κι ικανοποιημένοι.
Τους κοιτώ. Παίρνω τα μάτια μόλις με καταλαβαίνουν. «Είναι αγένεια να καρφώνεις το βλέμμα», μου είχε πει πολλές φορές η μάνα. Όπως και το «μη δείχνεις», «μη βήχεις» κι άλλα χιλιάδες μη. Μπήκαν κάτω από το πετσί μου. Σαν τα βελάκια που καρφώνουμε στο στόχο. Όλα τα μη της ζωής μου κρέμονται καρφωμένα στο δέρμα μου.
Ετούτοι οι γελαστοί χίπηδες δεν έχουν «μη». Τους ζηλεύω. Έρχονται εδώ, στον τόπο που γεννήθηκε το «μη» και τολμάνε να το χλευάζουν. Κι όλοι το δέχονται αυτό. Ακόμα κι η μάνα. «Πήγαινε τους καφέδες στο γωνιακό τραπέζι. Άντε μη χαζεύεις». Σχεδόν τρέχοντας, όρμισα να μην περιμένουν. Για 6 και 20 (καφέδες και τυρόπιτες σπιτικές) έβαλα το καλό μου χαμόγελο.
Κανείς δεν προσέχει. Μόνο εγώ. Φταίει που ακούω δυνατά ακόμα και τα φτερά της πεταλούδας. «Βιάσου! Η κυρία στο 2 θέλει τον φρέντο εσπρέσο της. Κουνήσου! Μη χαζεύεις». Να το πάλι εκείνο το «μη» να ξεφυτρώνει εκεί που δεν το σπέρνουν. Μόνο για μας. Οι άνθρωποι με τα λευκά καφτάνια δεν μοιάζουν να ξέρουν τι σημαίνει. «Σε ζηλεύω μικρή», είπε η κυρία, «ζεις στον Παράδεισο». Κοίταξα γύρω μου. Έλεγε παράδεισο την ακρογιαλιά μου. «Δεν προφταίνω να τον χαρώ» ήθελα αν της πω μα δεν μίλησα, εκείνο το «μη» καραδοκούσε. Έριξα τα μάτια κάτω κι έφυγα. Ο παράδεισος είναι μέσα σου μου φώναζα χωρίς να ακούγομαι.
Η κυρία με το λευκό καφτάνι γέλασε βροντερά. Ο νεαρός που την συνόδευε την φίλησε απαλά στο μάγουλο. Ήταν ένα παράξενο φιλί γιατί θα μπορούσε να ήταν γιος της μα το φιλί του ήταν αλλιώτικο. Αν ήταν γιος έμοιαζε βρώμικο. Αν δεν ήταν πάλι κάτι είχε. Σαν πλαστικό. Ούτε κι αυτός έβλεπε τον παράδεισο. Ήμασταν τρεις. Εγώ, ο νεαρός κι η μάνα μου στην κουζίνα που δεν τον βλέπαμε.
Μονάχα η κυρία με το λευκό καφτάνι τον έβλεπε. Ίσως και όχι. Ίσως να το έλεγε μόνο. Ίσως να μην την ένοιαζε καν. Ίσως πάλι να ήθελε να βλέπει γιατί δεν θα άντεχε σαν εμάς να δει κάτι άλλο. Πολλά τα ίσως. Σας είπα. Είναι που ακούω τα φτερά της πεταλούδας σαν πετάει. Βαρύ φορτίο να έχεις οξύτατη ακοή. Δεν μπορείς να κρυφτείς, ούτε να κλείσεις τ’ αυτιά σου. Σε κυνηγά ο ήχος κι η αλήθεια του.
Τόσα χρόνια στο ίδιο πόστο. Οι άνθρωποι με τα λευκά καφτάνια πάνε κι έρχονται. Διαφορετικοί. Ίδιοι. Παρόμοιοι. Ολόιδιοι. Συνήθισα κι εγώ. Δεν τους ζηλεύω πια. Γελάνε διαρκώς. Δεν γελώ συχνά. Όταν γελάσω θα είναι από αλήθεια. Είναι μπαλωμένη η ποδιά μου. Κατεβάζω τα μάτια να μην ακούω τα φτερά. Σερβίρω μόνο.
 «6 και 20 κυρία, το σύνολο».
«Πάρε 10 και κράτα τα ρέστα». Ήταν το φιλί πιο ρόδινο. Μπορεί κάτι να της θύμισε.
«Σας ευχαριστώ».
Ο νεαρός μου έγνεψε αντίο. Την άλλη μέρα έμπαινε στο στούντιο να ηχογραφήσει το καινούριο του σι ντι.
Ο παράδεισος. Ένα όνειρο, σαν την σκόνη από τα φτερά της πεταλούδας. Αν την αγγίξεις μόνο λερώνεσαι κι η πεταλούδα σαν να ξεβάφει.

Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Τα ματωμένα φεγγάρια



Σ' ένα ματωμένο φεγγάρι
κρέμασα τόσα όνειρα.
Αγκαλιά τα νυχτοπούλια τα σήκωσαν
κι ακούστηκε μακρινό  πλατάγισμα φτερών 
καθώς τα οδηγούσαν 
σε πήλινες ταξιανθίες αστεριών 
και τ' ακουμπούσαν απαλά , να ξαποστάσουν
στους κρατήρες του αποσπερίτη.
Τα ματωμένα φεγγάρια
δεν δέχονταν πια άλλα όνειρα.
Ξόδεψαν τις αντοχές τους
σε ανάξιους πραματευτάδες.
Ευτυχώς τα νυχτοπούλια ξέρανε το δρόμο της υπομονής,
ευτυχώς υπάρχουν οι κρατήρες του αποσπερίτη. 


( Ρ. Γέρου)

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

ΠΟΙΗΣΗ

Άργησα σήμερα
κι οι λέξεις μου σκάλωσαν σ' ένα αδιέξοδο 
κλειστοφοβικό και παγωμένο!
 Τα χέρια μου έψαχναν με μανία 
να δουν το φως 

να βρουν τον κρότο της σιωπής.
Αλυσοδεμένη η γνώση
φρέναρε την πορεία στην λύτρωση! 
Κι εσύ σκυφτός, 
αλλότριος και μόνος
προχωρούσες μακριά μου 
ελεύθερος μα γέρος!
Σώπασα. Ποίηση. 
 Αφέθηκα να κοιτώ το χάος!
"Μόνο οι λέξεις σε λυτρώνουν", μου είχες πει
αντί για Αντίο!
Λάθος!
Μόνο οι πράξεις σε συγχωρούν.
Δεν έπραξες.
Δεν είπες! 
Μόνο η Ποίηση σε καθαρίζει.
Αγαπημένε!
~Ρένα Γέρου~

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Ζωή μου όλη μια εικόνα

Μοσχοβολά θυμάρι, ρίγανη κι απήγανο ετούτος ο αέρας!
Και το γαλάζιο τ' ουρανού καθάριο.
Το χελιδόνι , κάθε χρόνο να βρίσκει τη φωλιά του 
Και οι αυγές, γεμάτες κελαηδίσματα!
Νάμα οι πηγές, αστείρευτες
Ψηλά στον Ελικώνα~
Μια πεταλούδα τρίχρωμη να φτερουγά ανέμελα
Κι η γάτα μου , που λιάζεται, μονάχα την κοιτά!
Γιομάτες οι μέρες της αρμονίας!
Βαθιά γραμμένες θύμισες
Έρχονται από παλιά!
Την Ευτυχία!
Σαν την προσπερνάς ... σε χάνει!