Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΠΑΘΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΠΑΘΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

ΛΕΞΕΙΣ


Ήταν θέμα εκπαίδευσης και ανατροφής, αυτή η προμελετημένη σιωπή. Κατά γενική ομολογία ήταν το καθώς πρέπει κι αξιοπρεπές να κάνεις σε κάθε περίπτωση.  «Το δύσκολο είναι να κρατήσεις την ψυχραιμία σου μα το εύκολο να γίνεις αλήτης», πάντα το υπενθύμιζε στον εαυτό του.  Και σώπαινε. Είχανε πια μαζευτεί τόμοι ολόκληροι από σιωπές. Καταγεγραμμένες με γράμματα καλλιγραφικά και όμορφα. Καθαρά, ολοστρόγγυλα γράμματα που ακολουθούσαν το ένα το άλλο πάνω στις γαλάζιες γραμμές του τετραδίου.

Εκεί γύρω στα πενήντα αποφάσισε να τις κάνει βιβλίο. «Οι ωδές των σιωπών» μια ποιητική συλλογή. Περιείχε ψιθυριστά «σ’ αγαπώ» και φωναχτά «παράτα μας». Ετοιμόλογες απαντήσεις προς τα’ αφεντικά που δεν είχε τολμήσει να αρθρώσει καθώς και παθιασμένα και λάγνα λόγια για την Πέπη που από μαθητής λάτρευε και θαύμαζε και ποθούσε. Είχε αλαλαγμούς πόνου μα κυρίως πνιχτούς λυγμούς παραπόνου και θλίψης. Συναισθήματα μαζεμένα και στοιβαγμένα στα τετράδια του . Λέξεις φοβισμένες και πνιγμένες. Αδικημένες σαν εκείνον και φιμωμένες όπως άρμοζε σε λέξεις που δυσαρεστούν.

Μα είχε έρθει ο καιρός που δεν άντεχε άλλο. Τις έκανε ποιήματα και τις πήγε για έκδοση. Γίνανε βιβλία με ποίηση.  Κι εκείνος ησύχασε. Ηρέμησε. Επιτέλους χάρηκε που τα ανείπωτα είχαν βγει στη φόρα. Και οι σιωπές απέκτησαν φωνή. Ήταν η ώρα να ζήσει ή να πνιγεί . Ίσως να ήταν το ένστικτο της επιβίωσης. Ότι κι αν ήταν τον έσωσε.

Μα κυρίως διασώθηκαν εκείνες. Οι μικρούλες κόρες του. Τα παιδιά του. Που τις έκρυβε από φόβο μην πληγώσει, μην πληγωθεί. Από ανασφάλεια και  σεβασμό  στον συνάνθρωπο που δεν τον σεβάστηκε ποτέ. Από επιθυμία να μην διαφέρει. Από δειλία να μην ξεχωρίσει. Από καταναγκασμό να είναι ευγενής . Από ανάγκη να επιβιώσει. Τώρα είχε τελειώσει με τις δικαιολογίες. Τώρα ήταν η στιγμή να ωριμάσει. Τώρα έπαιρνε την ζωή του πίσω. Απαγγέλλοντας όλες τις καλά κρυμμένες λέξεις της ψυχής του.   Ρ.Γ.



Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΜΥΘΟ

 


Εκείνος το ήξερε πως την είχε ερωτευτεί
όπως καμιά άλλη πιο πριν
ίσως να έφταιγε εκείνο το δροσερό στεφάνι από παπαρούνες
που είχε φορέσει στα μαλλιά η Περσεφόνη κείνη τη μέρα
κι αυτός ήθελε τόσο να της χαρίσει τον κόσμο του
να την πάρει έτσι δροσερή κι ανέμελη
ακριβώς όπως ήταν
και να την βάλει μεμιάς στο σκοτεινό σπίτι του.
Ίσως και να φώτιζε λίγο τ' αρχοντικό του με τη λάμψη της
Ίσως και να δρόσιζε το στρώμα του που έκαιγε τόσο
Ίσως να μοσχομύριζε για πρώτη φορά η κάμαρη
μια μυρωδιά που δεν είχε νιώσει ποτέ του.
Τι ήταν η μυρωδιά;
Η αγκαλιά;
Η αγάπη; Μα πιότερο το μοίρασμα.
Να! Αυτά αγνοούσε. Κι ας ήταν Θεός.
Και ζωγράφισε. Ζωγράφισε ένα κόσμο σαν τον δικό της.
Και κρέμασε τη ζωγραφιά στο κρεβάτι από πάνω.
Να την κοιτά να μην βλέπει το απόλυτο σκοτάδι γύρω της.
Χάρηκε με την ιδέα του. Κρέμασε από την οροφή κάτι αστέρια.
Έπειτα σκέφτηκε πως ίσως όλα αυτά της θύμιζαν το σπίτι της.
Ίσως την έκαναν να το νοσταλγήσει.Μα έτσι θα την έχανε
Τα μάζεψε φοβισμένος.
Καλύτερα να μην της τα έδινε όλα αυτά που είχε συνηθίσει.
Ίσως ο θάνατος και το τίποτα να ήταν το τέλειο δώρο.
Στο σκοτάδι δεν θα φαινόταν καμιά πληγή
καμιά αδικία και τίποτα άσχημο-μα ούτε κι όμορφο.
Καμία σύγκριση.
Τότε, τίποτα δεν θα την πλήγωνε πια.
Και χαμογέλασε ικανοποιημένος στη σκέψη
πως στο παλάτι του θα έβρισκε, οριστικά και αμετάκλητα,
την ευτυχία.
Ρ.Γ.


Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

ΓΕΝΝΗΘΕΊΣΑ ΤΟ 1970



Εμείς μεγαλώσαμε αλλιώς.
Υποχρεώσεις πολλές
και δικαιώματα κερδισμένα.
Εμείς μεγαλώσαμε κάπως φοβισμένοι.
Χωρίς αυτοπεποίθηση.
Κι αυτήν την διεκδικήσαμε.
Δεν μας τάισε κανείς εγωισμό
ούτε αδιαφορία.
Εκτιμούσαμε τους κόπους των άλλων
και υποχρεωτικά σεβόμασταν τον γεροντότερο.
Καμιά φορά δεν άξιζε ο γεροντότερος
παρ' όλ' αυτά τον σεβόμασταν.
Δεν μπορούσες να μιλήσεις στον οικοδόμο με απαξίωση
ας μην ήξερε τριγωνομετρία.
Ούτε καν στον διακονιάρη δεν μιλούσες άσχημα.
Ακόμα κρατάμε μια δυσκολία στην απόρριψη των άλλων
ακόμα απορούμε με την υποκρισία
ακόμα δεν μπορούμε να εξαπατήσουμε κανέναν
κι ακόμα δεν μιλάμε όταν μας προσβάλει ο κάθε "δήθεν".
Καταπιέσαμε την αυτοπεποίθηση
εξορίσαμε την αξία μας
δώσαμε την θέση μας στο τρόλεϊ σε κάποιον άλλο
κι ας είμαστε εμείς κουρασμένοι.
Υπακούσαμε σε οδηγίες και κατευθύνσεις.
Ευτυχισμένοι δεν ξέρω αν γίναμε,
από συνέπειες ποτέ δεν γλυτώσαμε
ίσως πληρώσαμε και των εκάστοτε υπαιτίων το τίμημα.
Είμαστε μια γενιά με φτερά κομμένα
μια γενιά που όλοι προσπέρασαν.
Όσοι επέζησαν από ναρκωτικά κι ατυχήματα
ζούμε με απορία σ' ένα κόσμο χωρίς καμιά αξία
που δεν τηρεί τίποτα απ αυτά που διδάσκει
σ' ένα κόσμο που λατρεύει το χάος
κι ευδοκιμεί στην υπερφίαλη δόξα του πρόσκαιρου.
Μα είμαστε νικητές γιατί κρατήσαμε την ψυχή μας ατόφια.
Μείναμε πιστοί στο όνειρο μας
και το κυνηγήσαμε.
Είμαστε οι τελευταίοι αληθινά ονειροπόλοι.
Αυτοί που ζουν με ελπίδα στο όνειρο.
Και στα παιδιά μας, σας ορκίζομαι,
όσο ζω και υπάρχω
θα παλεύω ν' αφήσω έναν κόσμο πιο δίκαιο.Ρ.Γ



Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

ΧΩΡΙΣ ΤΙΜΗ

 

Έγραφε ποιήματα με υλικά ταπεινά
άναρχες λέξεις
απροσάρμοστες έννοιες
τυπογραφικά λάθη
και χωρίς ορθογραφικό έλεγχο.
Τα στόλιζε με συναίσθημα
με αλήθεια
με εντιμότητα.
Τα έγραφε σε χαρτιά λευκά
και κίτρινα
με γραμμές ή σκέτα.
Κι έπειτα τα έστελνε σε φίλους.
Κάποτε της είπαν να τα πουλήσει
μα δεν μπορούσε να βάλει
μια σωστή τιμή στην ψυχή της.
Έμειναν αδιάθετα
Απούλητα
"Ασύμφορο το χόμπι σου"
της φώναξαν
Μα εκείνη δεν άκουσε
Είχε αυτιά μόνο σ' ότι της ψιθύριζε
η καρδιά της. Ρ.Γ.


Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

ΤΑ ΔΩΡΑ



Δειλιάζουν τα σήμερα, αναθυμούνται στιγμές.
Στοιχειωμένα από την μοναξιά, δοξάζουν το παρελθόν τους.
Μια συλλογή από ανολοκλήρωτα «τώρα».
Δόξα και τιμή στους θιασώτες όλων των ανεύθυνων στόχων.
Κάθε εγώ , ξεκαρδίζεται στα γέλια κι αφηνιάζει αχαλίνωτο.
Απωθημένες ενοχές  που βρίθουν κενότητας
αποθεώνουν έναν όχλο,
που αλαλάζοντας υιοθετεί νόρμες και στάσεις βαρβάρων.
Ο Μαραθώνας δεν ήταν παρά χώμα και νερό.
Απαξιώθηκε κάθε θυσία με ζητωκραυγές.
Πρόσεχε! Η πίστη κι η συνείδηση ελλοχεύουν σε σκοτεινές ατραπούς.
Μια μοναξιά μεθυσμένη εγωισμό, κερνά αλλοτρίωση σε ραγισμένα ποτήρια.
Κι ο ποιητής θα σωπάσει κι απόψε.
Εδώ κι εκεί κείτονται ριγμένες ευθύνες.
Αποποίηση. Ελευθερία.
Μονάδες οπλισμένες πισώπλατα πυροβολούν.
Νεκρός ο ποιητής. Η γραφίδα στάζει αίμα.
Άδειασε πάνω στο χαρτί την ψυχή του.
Χάθηκε χωρίς λογική. Χωρίς λογισμό.
Στο έλεγα πως δίχως εσένα τα λόγια δεν έχουν αξία.
Ρήμαξε ο κήπος. Ξεράθηκε κείνη η τριανταφυλλιά
που πότιζες μ’ ευλάβεια. Ούτε σπουργίτι δεν έρχεται πια.
Τι να τα κάνω τα δώρα αν δεν σε περιέχουν;
~Ρένα Γέρου~
                                                                           

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Με μια χάρτινη βαρκούλα

Τα ταξίδια με χάρτινες βαρκούλες στους ωκεανούς, είναι συναρπαστικά όσο κι επικίνδυνα.
Θέλει σθένος, τόλμη και μπόλικη τρέλα μιας και το χαρτί σαν υλικό δεν τα πάει καλά με το νερό.
Μα εδώ σε θέλω καπετάνιο μου. Να έχεις, λέει, την ναυτοσύνη να διανύεις μίλια ολάκερα, θαλασσινά με την χάρτινη βαρκούλα σου. Να σε κοιτάζουν τα σιδερένια και τα ξύλινα σκαριά και να γελάνε στην αρχή. Έπειτα, όμως, να απορούν με εσένα και την προσπάθεια σου.

Το χαρτί. Αυτό το τιποτένιο χαρτί, να αναδεικνύεται πιο ικανό απ' όλα τα άλλα υλικά. Και το σκαρί από το ροζ επιστολόχαρτο, να βγαίνει στις Ιθάκες των ωκεανών και να τις προσπερνά. Γιατί τι είναι δα, οι Ιθάκες παρά απλές στεριές. Κι εμάς εδώ δεν μας μέλλουν οι στεριές παρά τα ταξίδια. Εμείς εδώ, δεν θέλουμε να αράξουμε, ούτε να ξεμπαρκάρουμε σ' αλαργινά λιμάνια. Αλίμονο, τα έχουμε δει όλα. Ως και την ίδια μυρωδιά έχουν. Μα η θάλασσα. Αχ, αυτή η πλανεύτρα, έχει πάντα μια φρεσκάδα. Μια μοσκοβολιά. Κι ας κουράζεσαι. Κι ας λες να αράξω τώρα, να λασκάρω λιγάκι. Μα μόλις φτάνεις γίνονται όλα μετά από λίγο ξανά τα ίδια. Και πάλι πίσω να γυρνάς στην αγκαλιά της να κουρνιάσεις. Να σε κανακέψει. Μα και να σου ψήσει το ψάρι στα χείλη. Και δος του πάλι αγώνας για επιβίωση. Και ξανά προσπάθεια κι ανάκαρα ν' αντέξεις μη σε φάνε τα θεριά. 

Τότε ακριβώς είναι που έρχεται κι ο γλάρος στο κατάστρωμα. Σε κοιτά έτσι δα λίγο περιπαιχτικά, λίγο παραξενεμένος. Μόλις κάνεις να τον ακουμπήσεις, ανοίγει τα φτερά του και πετά. όπου θέλει αυτός. Όπου του αρέσει. Σήμερα εδώ, αύριο εκεί. Τα βουνά, τα νερά, τα σκαριά όλα, πατρίδα τα έχει. "Κι εγώ; " λες. "Κι εγώ. Κι ας μην έχω φτερά. Μονάχα αυτή εδώ την χάρτινη βάρκα". 'Τα πάντα πατρίδα".

Θέλει, όμως κουράγιο. Κι εκεί που χάνεις την πίστη, να την ξαναβρίσκεις. Κι εκεί που νικιέσαι, να νικάς. Κι ακόμα. Κι ακόμα. Ως την φθορά την αναπόφευκτη. Ως το τέλος. Αυτό το ίδιο τέλος που είναι για όλους. Και για τα σίδερα και για τα ξύλα και για τα χαρτιά. Κι αφού είναι να έρθει, καλοδεχούμενο. Μα στο μεταξύ, κάνε το ταξίδι σου ζηλεμένο.
Έτσι για την αλητεία.
Έτσι για να το ευχαριστηθείς.
Γιατί το θέμα ήταν πάντα το ταξίδι κι όχι οι λογιών λογιών στεριές.
Και στο τέλος γυρνάς πίσω εκεί που ήταν πάντα η πατρίδα σου. Αυτό στο δίνει η θάλασσα για δώρο. Επειδή την σεβάστηκες και την αγάπησες τόσο βαθιά.
Αυτό είναι το δώρο για τους ξεχωριστούς ταξιδευτές. Μήτε για τους συνηθισμένους, μήτε τους ξιπασμένους και τους πολύξερους. Μα για τους διαλεχτούς. Αυτούς που μπόρεσαν να σεβαστούν τα "εν σοφία εποίησας". Κι αφουγκράστηκαν τον παλμό τους. Και γίναν ένα μαζί τους.
Τα παιδιά της φύσης.
Τα παιδιά του Θεού. 
Τα παιδιά που θέλησαν να πορευτούν πάνω στις χάρτινες βαρκούλες.

~Ρένα Γέρου~

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Αμοιβαιότητα

Λάγνο το βλέμμα
την άλικη πεθυμιά 
θωπεύει.
Αμαύρωσε το ζεστό της στιγμής
με τον δόλο της αμφιθυμίας του
ο Εραστής.
Καλλίστη όλων, η Αγάπη
προσπέρασε
της αμοιβαιότητας 
την προδομένη παρακμή.
"Δέχομαι"
είπε ο φαύλος
κι η μοναξιά του ξεχύθηκε βίαια
σε λευκά, μεταξένια
σεντόνια.
Ολάκερη, μια κραυγή απελπισίας
πλημμύρισε
μιας θολής στιγμής
τα ζεστά ακόμα
αποκαΐδια.
Κι εσύ!
Τις κραυγές τους τις πίστεψες
κι όσους σε εσένα πιστεύαν
τους πρόδωσες.
Πόνο σκορπά η αντίληψη
των κακώς πεπραγμένων
Και το τίμημα;
ένα σκοτάδι ζοφερό
σ' αντικατάσταση του φωτοδότη ηγεμόνα.
Αφελής κι επιπόλαιη η μέρα,
ξημέρωσε, άραγε;

Ρένα Γέρου 

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Φιλιά από άμμο



Τα φιλιά σου από άμμο
δεν χώρεσαν
αγκαλιά να κρατήσουν τον έρωτα.
Αέρας με δύναμη έσπρωξε
σα νιφάδες χιονιού,
τυχαία κι ανάλαφρα
κάθε ψήγμα αγάπης που σου 'δωσαν.
Όλα χαθήκαν στου χρόνου
το πέρασμα που χνάρια νωπά και κόκκινα άφησε
στης καρδιάς μου τον δρόμο
που εσύ, πρώτος, πάτησες.
Τα φιλιά σου από άμμο
δεν άντεξαν
την καυτή την ανάσα μου.
Σκόρπισαν, χάθηκαν
στων λεπτών τους χτύπους
αλάργεψαν.
Σε κοιτώ.
Απορώ που συνέχισα
κι ας ξοδεύτηκαν μάταια.
Είν' η άνοιξη μέσα μου
τραγουδά , επιβιώνει, γεννάει
και την άμμο, εύφορο έδαφος έκανε.
Συνεχίζω πιο πάνω από σένα
πετάω.

~Ρένα Γέρου~

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΣ ΡΕΝΑΣ ΓΕΡΟΥ

Αν συναντήσεις, Εκείνη την γυναίκα
Που μόλις σ' αντικρίσει σου δοθεί
Μόλις της μιλήσεις υποκύψει
Αμέσως μ' ένα σου βλέμμα έχει υποταχθεί,
Μην απορείς
Μην την παρεξηγείς
Σε γνώριζε προτού σε συναντήσει
Σε είχε μέσα της προτού καν ειδωθήτε 
Σε κουβαλούσε στην ψυχή της 
Σε ήξερε
Εσύ ήσουν που δεν την γνώριζες!
Ήταν δική σου απ' όταν είχε γεννηθεί.
Μπλεκόσουν στα όνειρα της 
Άυλος κι αόριστος
Και πάντα ο ίδιος.
Απρόσωπος μα τόσο οικείος.
Σε έκλεινε μες την καρδιά της 
Να σε φυλάξει μην χαθείς.
Αυτή η Γυναίκα 
Όνειρο μου, είμαι Εγώ
Η δική σου Γυναίκα!
Σε ήξερα προτού συναντηθούμε
Ήμουν δική σου εξ αρχής.
Εγώ! 
Που Πάντα Σ' Αγαπούσα
Εγώ! 
Μέσα στο χάος των καιρών , απανεμιά
Μέσα στο ταξίδι της ζωής
Λιμάνι!
Εγώ! Δική σου... σαν από πάντα!

ΡΕΝΑ ΓΕΡΟΥ

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Όνειρα


Ήθελα να σου πω για τα όνειρα
να τα ακούς,
να τα λατρεύεις
να τα κυνηγάς
μα να μην εγκλωβίζεσαι μέσα τους.
Ήθελα να γράψω για την αγάπη.
Να την λαχταράς
να την ακολουθείς
να την σέβεσαι
μα να μην εγκαταλείπεσαι για χάρη της.
Ήθελα να σου μιλήσω για τον έρωτα, τα όνειρα, την αγάπη..
Τι αστείο!
Δεν ξέρω τι θέλω να πω.
Δεν μπορώ να αρθρώσω μια λέξη.
Τόσο ανάξια να μιλώ είμαι.
Μην μ' ακούς άλλο.
Τα όνειρα
Ο έρωτας
Η αγάπη
Θέλουν να θες.
Θέλουν τις πράξεις.
Μην διαβάζεις άλλο
κενά κι ανούσια λόγια..

Ρένα Γέρου




Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

ΚΑΛΥΨΩ

Είχα κοχύλια στα μαλλιά
Και δάκρυα από λησμονιά , στα βλέφαρα
Και ξύπνησα ένα πρωί σε αφιλόξενη ακτή
Και σ’ έψαχνα!
Με τ’ ουρανού μενεξεδί
Το ματωμένο “Σ’ αγαπώ” , ζωγράφισα.
Κι εσύ ακόμα πιο μακριά
Να τρέχεις με δυο αλλότρια φτερά
Να χάνεσαι.
Γυρνούσες πίσω τακτικά
Να βασανίσεις με χαρά, τον πόνο μου.
Να κοροϊδεύεις, να σκορπάς, ψυχρά τα φύλλα της καρδιάς
Μαραίνομαι!
Μάζεψα θάρρος απ’ της πίκρας μου το βάθος
Και δυο στεφάνια από κοράλλια στα μαλλιά
Σε κάθε βράχο τον καημό μου μαρτυρούσα
Βρήκα σκαρί για να σαλπάρω μακριά
Σ’ άφησα πίσω στην ακτή να με κοιτάζεις
Ποτάμια μίσος στην κενή σου την καρδιά
Ξεμάκρινα και χάθηκα για σένα
Κι είν’ η ψυχή μου, τελικά, πολύ καλά.
Αλύτρωτα τα πάθη , βολοδέρνουν
Στης άδειας σου ψυχής το ερημικό
Πίσω μου πια και να κοιτάξω
Μια θάλασσα κι ορίζοντα
Θα δω
Άλλες ακτές και άλλοι έρωτες με περιμένουν
Όλο χαρά και κέφι , ξεγνοιασιά
Κι η Καλυψώ η ίδια , αγκαλιά με πήρε
Μου σκούπισε τα δάκρυα στοργικά:
“Πάντα οι θνητοί, αστέρι μου, ίδιοι θε να ‘ναι
Θα τους τραβά κοντά της η Απλή.
Φοβούνται μάτια μου, την εξουσία
Και των Θεών την άκρατη Υπεροχή!
Μην ερωτεύεσαι θνητούς!
Είν’ όλοι ίδιοι.
Μείνε εδώ , μαζί μας, τελικά
Εδώ που από πάντα εσύ ανήκες
Και βγάλε λάθος έρωτες απ’ την καρδιά!”
Θεά κι αν ήταν .. ήξερα
Είχε κι εκείνη ,πλέον , σαν κι εμένα
Τα δυο τα μάτια σκοτεινά!