Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

 


Αυλακωμένα μούτρα απ' τις ρυτίδες
κι αχτένιστα, λευκά μαλλιά
θολά τα βλέμματα μετράνε
την ευτυχία που κάθε τόσο προσπερνά.

Λίγο απ' τον ήλιο,κέρασε με φέτος
και δυο γουλιές μεθυστικό κρασί
να δώσει ο Θεός να νιώσουν ευλογία
όλοι όσοι ζούνε μοναχοί.

Μ' ελπίδα στα τρεμάμενα τα χέρια
σπόρια σκορπάνε και ταΐζουν τα πουλιά
περαστικά και φοβισμένα περιστέρια
και κάτι βρώμικα κι αδύνατα παιδιά.

Κάνε Χριστέ μου η γέννηση σου φέτος
τέλος να δώσει σ' αδικία και λιμό
Δείξε ξανά στον κόσμο την αγάπη
να κάνουμε τ' αδύνατο να γίνει δυνατό. (Ρένα Γεροντάρα) 
Εικόνα από το διαδίκτυο )


Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

ΣΠΙΤΙΑ



Τα σπίτια απ την ματωμένη πέτρα
χτισμένα με θεμέλια παλιά.
Εκεί με του νησιού τις μυρουδιές νοτισμένα
από παλιά μα σαν χτες
δονούνται από φωνές, γέλια και δάκρυα
Κι ένα καυγά για την κληρονομιά
σαν πέθανε ο παππούς χωρίς διαθήκη
Τώρα σιωπή γεμάτο
Και άρωμα του η υγρασία κι η κλεισούρα.
Μείναν τα γέλια ν'αντηχούν
στ αυτιά των ποιητών και των αλαφροΐσκιωτων αντάμα.
Κι οι πέτρες πάντα να ματώνουν.
Κυρίως όταν βρέχει.Ρ. Γ.
Εικόνα : σπίτι στα Πάμφιλα της Λέσβου. Από το διαδίκτυο)



Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

ΛΕΞΕΙΣ


Ήταν θέμα εκπαίδευσης και ανατροφής, αυτή η προμελετημένη σιωπή. Κατά γενική ομολογία ήταν το καθώς πρέπει κι αξιοπρεπές να κάνεις σε κάθε περίπτωση.  «Το δύσκολο είναι να κρατήσεις την ψυχραιμία σου μα το εύκολο να γίνεις αλήτης», πάντα το υπενθύμιζε στον εαυτό του.  Και σώπαινε. Είχανε πια μαζευτεί τόμοι ολόκληροι από σιωπές. Καταγεγραμμένες με γράμματα καλλιγραφικά και όμορφα. Καθαρά, ολοστρόγγυλα γράμματα που ακολουθούσαν το ένα το άλλο πάνω στις γαλάζιες γραμμές του τετραδίου.

Εκεί γύρω στα πενήντα αποφάσισε να τις κάνει βιβλίο. «Οι ωδές των σιωπών» μια ποιητική συλλογή. Περιείχε ψιθυριστά «σ’ αγαπώ» και φωναχτά «παράτα μας». Ετοιμόλογες απαντήσεις προς τα’ αφεντικά που δεν είχε τολμήσει να αρθρώσει καθώς και παθιασμένα και λάγνα λόγια για την Πέπη που από μαθητής λάτρευε και θαύμαζε και ποθούσε. Είχε αλαλαγμούς πόνου μα κυρίως πνιχτούς λυγμούς παραπόνου και θλίψης. Συναισθήματα μαζεμένα και στοιβαγμένα στα τετράδια του . Λέξεις φοβισμένες και πνιγμένες. Αδικημένες σαν εκείνον και φιμωμένες όπως άρμοζε σε λέξεις που δυσαρεστούν.

Μα είχε έρθει ο καιρός που δεν άντεχε άλλο. Τις έκανε ποιήματα και τις πήγε για έκδοση. Γίνανε βιβλία με ποίηση.  Κι εκείνος ησύχασε. Ηρέμησε. Επιτέλους χάρηκε που τα ανείπωτα είχαν βγει στη φόρα. Και οι σιωπές απέκτησαν φωνή. Ήταν η ώρα να ζήσει ή να πνιγεί . Ίσως να ήταν το ένστικτο της επιβίωσης. Ότι κι αν ήταν τον έσωσε.

Μα κυρίως διασώθηκαν εκείνες. Οι μικρούλες κόρες του. Τα παιδιά του. Που τις έκρυβε από φόβο μην πληγώσει, μην πληγωθεί. Από ανασφάλεια και  σεβασμό  στον συνάνθρωπο που δεν τον σεβάστηκε ποτέ. Από επιθυμία να μην διαφέρει. Από δειλία να μην ξεχωρίσει. Από καταναγκασμό να είναι ευγενής . Από ανάγκη να επιβιώσει. Τώρα είχε τελειώσει με τις δικαιολογίες. Τώρα ήταν η στιγμή να ωριμάσει. Τώρα έπαιρνε την ζωή του πίσω. Απαγγέλλοντας όλες τις καλά κρυμμένες λέξεις της ψυχής του.   Ρ.Γ.



Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΜΥΘΟ

 


Εκείνος το ήξερε πως την είχε ερωτευτεί
όπως καμιά άλλη πιο πριν
ίσως να έφταιγε εκείνο το δροσερό στεφάνι από παπαρούνες
που είχε φορέσει στα μαλλιά η Περσεφόνη κείνη τη μέρα
κι αυτός ήθελε τόσο να της χαρίσει τον κόσμο του
να την πάρει έτσι δροσερή κι ανέμελη
ακριβώς όπως ήταν
και να την βάλει μεμιάς στο σκοτεινό σπίτι του.
Ίσως και να φώτιζε λίγο τ' αρχοντικό του με τη λάμψη της
Ίσως και να δρόσιζε το στρώμα του που έκαιγε τόσο
Ίσως να μοσχομύριζε για πρώτη φορά η κάμαρη
μια μυρωδιά που δεν είχε νιώσει ποτέ του.
Τι ήταν η μυρωδιά;
Η αγκαλιά;
Η αγάπη; Μα πιότερο το μοίρασμα.
Να! Αυτά αγνοούσε. Κι ας ήταν Θεός.
Και ζωγράφισε. Ζωγράφισε ένα κόσμο σαν τον δικό της.
Και κρέμασε τη ζωγραφιά στο κρεβάτι από πάνω.
Να την κοιτά να μην βλέπει το απόλυτο σκοτάδι γύρω της.
Χάρηκε με την ιδέα του. Κρέμασε από την οροφή κάτι αστέρια.
Έπειτα σκέφτηκε πως ίσως όλα αυτά της θύμιζαν το σπίτι της.
Ίσως την έκαναν να το νοσταλγήσει.Μα έτσι θα την έχανε
Τα μάζεψε φοβισμένος.
Καλύτερα να μην της τα έδινε όλα αυτά που είχε συνηθίσει.
Ίσως ο θάνατος και το τίποτα να ήταν το τέλειο δώρο.
Στο σκοτάδι δεν θα φαινόταν καμιά πληγή
καμιά αδικία και τίποτα άσχημο-μα ούτε κι όμορφο.
Καμία σύγκριση.
Τότε, τίποτα δεν θα την πλήγωνε πια.
Και χαμογέλασε ικανοποιημένος στη σκέψη
πως στο παλάτι του θα έβρισκε, οριστικά και αμετάκλητα,
την ευτυχία.
Ρ.Γ.


Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

ΣΙΚΕ ΠΑΙΧΝΙΔΙ



Αποτόλμησα να συμμετέχω
σ' ένα σικέ παιχνίδι
ελπίζοντας αδιάκοπα
πως δεν μετράν οι πλάγιες οδοί
μα οι αξίες και τα ταλέντα.
Κι είδα φίλους που θαύμαζα
να χάνουν και να χάνονται
ν' αλέθονται στο αλεστήρι των γνωριμιών
και της δοσοληψίας.
Με είδα να συντάσσομαι με λάθος ομάδες
να διαφθείρομαι από τα λουλουδένια λόγια
που σάπιζαν πιο κάτω μες την υγρασία του βάζου.
Κι ούτε φαινόταν η σήψη
μονάχα την κάλυπτε μια ευωδιά επινίκιου συμβιβασμού
Κι ήταν το κλάμα σου, αγαπημένε,
που με τράνταξε και ξύπνησα
απ' την ψευδαίσθηση, τη φενάκη και την ομίχλη
που στα μάτια σου σκορπάν
ψεύτικοι, κίβδηλοι κι αγύρτες.
Ανέραστοι και μίζεροι
φανατικοί της διάνοιας μα όχι του πνεύματος.
Αλίμονο καταστρέφουν την ψυχή των ερώτων
μιλώντας οι αδαείς, για έρωτα.
Και γι αποκούμπι της δυστυχίας τους
έχουν τόνους από αδιάβαστα βιβλία.
Κι έρωτα νιώθουν μόνο για τον καθρέφτη τους.
Μα ευτυχώς υπάρχουμε ο ένας για τον άλλον
αγαπημένε.
Και τούτοι όλοι δεν μας φτάνουν
γιατί είμαστε νικητές
χωρίς καν να χρειαστεί να διαγωνιστούμε. Ρ.Γ.


Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

ΧΩΡΙΣ ΤΙΜΗ

 

Έγραφε ποιήματα με υλικά ταπεινά
άναρχες λέξεις
απροσάρμοστες έννοιες
τυπογραφικά λάθη
και χωρίς ορθογραφικό έλεγχο.
Τα στόλιζε με συναίσθημα
με αλήθεια
με εντιμότητα.
Τα έγραφε σε χαρτιά λευκά
και κίτρινα
με γραμμές ή σκέτα.
Κι έπειτα τα έστελνε σε φίλους.
Κάποτε της είπαν να τα πουλήσει
μα δεν μπορούσε να βάλει
μια σωστή τιμή στην ψυχή της.
Έμειναν αδιάθετα
Απούλητα
"Ασύμφορο το χόμπι σου"
της φώναξαν
Μα εκείνη δεν άκουσε
Είχε αυτιά μόνο σ' ότι της ψιθύριζε
η καρδιά της. Ρ.Γ.


Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

ΓΡΑΦΕΙΣ ΠΟΙΗΣΗ Ή .....


Η ποίηση είναι μοναξιά. Κι ο δρόμος της μοναχικός και δύσβατος. Ο ποιητής κατακρεουργεί τον εαυτό του, τις θύμησες, τις γνώσεις, τις εμπειρίες του και με το αίμα του κορμού του του διαμελισμένου, γράφει στάλες - λέξεις να λυτρωθεί. Να μπορέσει ν' αντέξει τον πόνο.

Η ποίηση δεν θα μπορούσε να είναι μια προσπάθεια προβολής και επικράτησης ενός ικανότερου απέναντι σε λιγότερο ικανούς. Διότι ο ποιητής είναι μόνος. Αυτός και το χαρτί του. Δεν έρχεται σε αντιπαράθεση ή αντιπαλότητα με άλλους ποιητές. Δημιουργεί και ελευθερώνει τις σκέψεις του. Έτσι δεν τον ενδιαφέρει εάν θα διαβαστεί ή όχι. Μπορεί να είναι όσο δυσνόητος θέλει, διότι έτσι εκφράζεται κι έτσι μπορεί να αφήσει τις σκέψεις του να πετάξουν. Γράφει ανεπιτήδευτα γιατί το γραπτό του δεν προορίζεται για διαφήμιση και κατανάλωση αλλά είναι προσπάθεια απεγκλωβισμού από την μοναξιά  και την δυστυχία του. Προσπάθεια να απαλύνει τον πόνο της ψυχής του και να διώξει ότι σκοτεινό τον βαραίνει.

Ως ποιητή, ίσως να μην τον ξέρουν ούτε οι γείτονες του. Και ποιος ο λόγος άλλωστε. Οι γείτονες, οι συγχωριανοί. οι συντοπίτες του, γνωρίζουν το κοινωνικό ον κι όχι τις ενδόμυχες σκέψεις του. Η ψυχή του κάθε ανθρώπου ανήκει στον ίδιο. Μην βλέπετε τώρα με το ίντερνετ, που οι ψυχές μας έπαψαν να μας ανήκουν και έγιναν βορά σε κάθε αγρίμι. Μπορούμε αν θέλουμε να τις κρατήσουμε δικές μας με το να μην ξεγυμνώνουμε το "είναι" μας για κανέναν λόγο. Μπορούμε να κρατάμε  τις σκέψεις μας για τον εαυτό μας. Κι αν τύχει και θέλουμε να μοιραστούμε κάτι αυτό να είναι γιατί ίσως μας πνίγει το δίκιο κι όχι για να γίνουμε κατ' επίφαση "διάσημοι".

Παρατηρώ έναν άνευ προηγουμένου αγώνα δρόμου στα social media όπου το γνωστό "ξέρεις ποιος είμαι εγώ" έχει πάρει τραγικές διαστάσεις. Οι δημοσιοσχετιστές, οι μάνατζερ και άλλα απόβλητα έχουν βρει πρόσφορο έδαφος να λερώσουν χώρους που κατά παράδοση ήταν καθαροί. Χώρους όπως η καλλιτεχνική δημιουργία. Τεχνοκράτες ισχυρίζονται πως είναι ποιητές. Πως έχουν ευαισθησίες και ανησυχίες. Ντύνονται με λέξεις που δεν ε΄ναι δικές τους καν και αυτοπροβάλλονται απαξιώνοντας όσους μπορούν με ευκολία. Κάποιοι που θεωρούν πως έχουν αναγνώριση πουλάν εξυπηρετήσεις και έχουν βρει ένα προσοδοφόρο πελατειακό σύστημα ανταλλαγής επιβραβεύσεων ζητώντας διάφορα ανταλλάγματα ακόμα και σεξουαλικής μορφής ή απλά χρηματικά.

Κάθε δημιουργός που σέβεται τον εαυτό του απέχει από αυτό το παιχνίδι της επιφάνειας. Μα οι χιλιάδες κινούμενοι σαν κανίβαλος όχλος, κατεσθίουν τις σάρκες των άλλων ποιητών με σκοπό να επικρατήσουν σε μια εφήμερη δημοσιότητα. Σαν να εργάζονται σε μια μεγάλη ανώνυμη εταιρεία, μια πολυεθνική, οι ποιητές του σήμερα προσφέρουν όλων των ειδών τις υπηρεσίες σε όποιον θεωρούν πως θα τους προωθήσει. Κι αυτή είναι η ποιότητα που εισπράττει ο κόσμος που δεν γράφει. Έχει γίνει τόσο φανερό πια που δεν διαβάζουν καν. Γιατί να διαβάσουν; Τι να διαβάσουν, κυρίως. Αφού ο κάθε κύκλος προωθεί τους ημέτερους και επιτίθεται στους έτερους. Κι έτσι γράφονται αριστουργήματα που ανήκουν μόνο στους δικούς μας ιδεολογικά ή σε όσους είναι φιλαράκια μας, κολλητάρια, γκομενίτσες, χρηματοδότες κι ότι άλλο ,   ενώ όλοι οι υπόλοιποι γράφουν σκουπίδια.

Υπάρχει χώρος βελτίωσης και εξόδου από το τέλμα της δοσοληψίας στον λογοτεχνικό χώρο;
Η γράφουσα αυτό το κείμενο δεν το πιστεύει. Έχει αλλοτριωθεί το σύμπαν κι έχουν ξεχαστεί οι αξίες και κάθε αγνό κίνητρο. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι τα χρήματα και μόλις τα πάρουν σε απαξιώνουν και σε απομακρύνουν. Ενώ αρχικά σε ενθαρρύνουν μόλις πληρώσεις αποφασίζουν πως γράφεις "π@π@ριές" με το συμπάθιο. Κι όλα γίνονται για ένα ματαιόδοξο "φαίνεσθαι". Και ότι πληρώσεις είσαι στην τελική.
Ρένα Γέρου

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ




Ανέφελοι ουρανοί
εμπόδιζαν τους αδαείς
να προετοιμαστούν για το αναπόφευκτο.
Κλείνανε τα μάτια ερμητικά
και γράφανε στίχους
να διώξουν το κακό
καθώς το κρύο μέταλλο
άγγιζε τον λαιμό μας.
Κι ύστερα κλαίγανε όσοι μπορούσαν.
Ευτυχώς υπάρχουν εκείνοι
που ζούσαν πάντα στα σκοτάδια.
Καλούνται, τώρα, να φέρουν πίσω το φως.
Κι ας μην το είχαν δει ποτέ τους.
Να θυσιαστούν στον βωμό της αφέλειας των έμπειρων.
Να ξορκίσουν το κακό
Να ξεπλύνουν τα λάθη
όλα με το κατακόκκινο αίμα τους.
Οι άλλοι στίχους έγραφαν.
Κι εμείς τους ζούσαμε.
Οι άλλοι με πλήκτρα πολεμούσαν
Εμείς με σφαίρες.
Οι άλλοι ακόμα ζούνε
κι ανασαίνουν μέσα από τους ρόγχους μας.
Αυτή είναι η δικαιοσύνη των άξιων.
~Ρ. Γέρου~ Φωτογραφία : ΡΑΦΑΕΛΛΑ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

ΤΑ ΔΩΡΑ



Δειλιάζουν τα σήμερα, αναθυμούνται στιγμές.
Στοιχειωμένα από την μοναξιά, δοξάζουν το παρελθόν τους.
Μια συλλογή από ανολοκλήρωτα «τώρα».
Δόξα και τιμή στους θιασώτες όλων των ανεύθυνων στόχων.
Κάθε εγώ , ξεκαρδίζεται στα γέλια κι αφηνιάζει αχαλίνωτο.
Απωθημένες ενοχές  που βρίθουν κενότητας
αποθεώνουν έναν όχλο,
που αλαλάζοντας υιοθετεί νόρμες και στάσεις βαρβάρων.
Ο Μαραθώνας δεν ήταν παρά χώμα και νερό.
Απαξιώθηκε κάθε θυσία με ζητωκραυγές.
Πρόσεχε! Η πίστη κι η συνείδηση ελλοχεύουν σε σκοτεινές ατραπούς.
Μια μοναξιά μεθυσμένη εγωισμό, κερνά αλλοτρίωση σε ραγισμένα ποτήρια.
Κι ο ποιητής θα σωπάσει κι απόψε.
Εδώ κι εκεί κείτονται ριγμένες ευθύνες.
Αποποίηση. Ελευθερία.
Μονάδες οπλισμένες πισώπλατα πυροβολούν.
Νεκρός ο ποιητής. Η γραφίδα στάζει αίμα.
Άδειασε πάνω στο χαρτί την ψυχή του.
Χάθηκε χωρίς λογική. Χωρίς λογισμό.
Στο έλεγα πως δίχως εσένα τα λόγια δεν έχουν αξία.
Ρήμαξε ο κήπος. Ξεράθηκε κείνη η τριανταφυλλιά
που πότιζες μ’ ευλάβεια. Ούτε σπουργίτι δεν έρχεται πια.
Τι να τα κάνω τα δώρα αν δεν σε περιέχουν;
~Ρένα Γέρου~
                                                                           

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Κυλιόμενες Σκάλες
Οι μέρες μας,
μοιάζουν σκαλιά από σκάλες κυλιόμενες.
Η μια την άλλη διαρκώς καταπίνουν
και χάνονται.
Μια μάταιη ανάβαση
μέχρι ένα τυχαίο σημείο.
Σκαλιά νέα, το ένα το άλλο διαδέχονται
ευπροσήγορα, ελπιδοφόρα.
Διαρκώς διαψεύδονται στις κορυφές σαν αγγίζουν.
Και πάνω τους τόσοι οι τυχαίοι
περαστικοί
νωχελικά και ανέξοδα ακουμπάνε
ν' ανέβουν στον όροφο.
Ούτε καν τα κοιτάνε.
Σκοπός το "κάπου" που έφτασαν
αγχωμένοι την συναλλαγή να επιτελέσουν.
Σπέρμα κι ιδρώτα αντί για χρήμα
συναλλάσσονται' αλόγιστα.
Κι οι σκάλες διαρκώς ν' ανεβαίνουν.
Αδηφάγες. Σαν να μην σταματούν
πουθενά δεν πηγαίνουν.
Κι εγώ
πεζή, πασχίζω
ν' ανέβω και
το κορμί καταπονώ. Αμετανόητη συνεχίζω.
Οι μέρες σαν σκάλες κυλιόμενες
για όλους θα χαθούν εκεί κάπου στο τέλος.
Με αίμα κι ίδρωτα τις πλήρωσα και σήμερα.
~Ρένα Γέρου~ 

Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Χαμένη Ελπίδα

Της έρημης ξερολιθιάς μια απόκοσμη κραυγή,
τον μουντό του λήθαργο, δεν τάραξε.
Ήτανε, λέει, καταμεσής σε πέλαγο βαθύ
κι ολόγυρα του κόκαλα λευκά, ξεγυμνωμένα, αρμένιζαν.
«Έλεος», ούρλιαξε η ρυτίδα η βαθιά,
εκεί ανάμεσα στα δυο σμιχτά του φρύδια.
Έφτυσε μια βρισιά.
Η πίκρα στην ψυχή του έγινε αλμύρα.
Και η σκέψη του, που γενναίο τον έκανε να δείχνει,
μεμιάς έμεινε ακυβέρνητη.
«Σχώρα με Θε μου», ψέλλισε κι έκανε να προσευχηθεί.
Μα έλειπε ο Θεός.
Θα ήτανε κρίματα πολλά, μιας άλλης πιο εύκολης ζωής λογαριασμοί,
που έμελε σε τούτη να πληρώσει.
Σήκωσε σιωπηλά από κάτω το κουπί. Το μούτρο του τραχύ.
Μια ανάπλαστη σκιά που έγδερνε τον αέρα
και την πυρκαγιά μες την ψυχή του αποκάλυπτε.
Δεν ήξερε πάρα να σκάβει με δύναμη τη γη, πέτρες να κουβαλά, να σπάει.
Έκλαψε με την καρδιά του εκεί στην άκρη του χρόνου.
Νοστάλγησε τον πατέρα του.
Ήταν μόνος τώρα εκεί. Κι αύριο μόνος θα ήταν.
Έμοιαζε λίγο με λυγμό η ανάσα που του ξέφυγε και ξύπνησε.
Ζεύτηκε σαν το βόδι το υνί.
Έσυρε το κορμί του πάνω από το χώμα.
Δεν ήταν ώρα ακόμα να ξεκουραστεί.
Μήτε καν, ηδονόχαρα όνειρα να του στοιχειώσουν τις πικρές του αποδράσεις.
Απόλωλεν η ελπίς. Κι έμεινε η ζωή να απαιτεί τα ναύλα.

Ρένα Γέρου

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

ΕΛΠΙΔΑ

Στις ρωγμές της σιωπής
εκεί κοιμάται ένας θάνατος.
Σκεπασμένος με γέλια παιδικά
κι όνειρα φευγαλέα.
Εκεί λιμνάζει μια ελπίδα δειλή
που κρατιέται στη ζωή
από ανάσες νιογέννητων.
Κάθε στιγμή λέει να κλείσει τα μάτια
να ξεκουραστεί, να ηρεμήσει.
Μα αμέσως μετά μετανιώνει 
και ξανά περιμένει.

Εκεί στις ρωγμές της σιωπής 
παλεύει σαν αμαζόνα 
η ελπίδα να ζήσει.
Κανείς αρωγός της δεν γίνεται.
Μόνη της χάνεται 
και μόνη της βρίσκει τον δρόμο.
Σε κάθε στιγμή ηττημένης αδράνειας
μάχεται άκοπα να επιβιώσει.
Απελπισμένη, κρατά το κεφάλι της
πάνω απ' τη στάθμη του βούρκου της.
Πόσο ακόμη ν' αντέξει;

Στις ρωγμές της σιωπής
ο χρόνος πια χάνεται
κι η ελπίδα μοναχή αργοσβήνει.
Θλιμμένοι οι θνητοί 
μαζί της οργίζονται
αντί να την πάρουν αγκαλιά 
να την βγάλουν πιο έξω.
Εναντίον της στρέφονται
και πέτρες και λάσπη της ρίχνουν.
Σε μια κόλαση αδράνειας
χάνονται και μετράνε τις ήττες τους.
Και ποιος νοιάζεται
αν η ελπίδα πια πέθανε;
Και ποιος σκέφτεται τι βρίσκεται 
πέρα από το είδωλο 
που διαρκώς προσκυνά
στον γυαλιστερό εκείνον καθρέφτη;

~Ρένα Γέρου~

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Αμοιβαιότητα

Λάγνο το βλέμμα
την άλικη πεθυμιά 
θωπεύει.
Αμαύρωσε το ζεστό της στιγμής
με τον δόλο της αμφιθυμίας του
ο Εραστής.
Καλλίστη όλων, η Αγάπη
προσπέρασε
της αμοιβαιότητας 
την προδομένη παρακμή.
"Δέχομαι"
είπε ο φαύλος
κι η μοναξιά του ξεχύθηκε βίαια
σε λευκά, μεταξένια
σεντόνια.
Ολάκερη, μια κραυγή απελπισίας
πλημμύρισε
μιας θολής στιγμής
τα ζεστά ακόμα
αποκαΐδια.
Κι εσύ!
Τις κραυγές τους τις πίστεψες
κι όσους σε εσένα πιστεύαν
τους πρόδωσες.
Πόνο σκορπά η αντίληψη
των κακώς πεπραγμένων
Και το τίμημα;
ένα σκοτάδι ζοφερό
σ' αντικατάσταση του φωτοδότη ηγεμόνα.
Αφελής κι επιπόλαιη η μέρα,
ξημέρωσε, άραγε;

Ρένα Γέρου 

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Φιλιά από άμμο



Τα φιλιά σου από άμμο
δεν χώρεσαν
αγκαλιά να κρατήσουν τον έρωτα.
Αέρας με δύναμη έσπρωξε
σα νιφάδες χιονιού,
τυχαία κι ανάλαφρα
κάθε ψήγμα αγάπης που σου 'δωσαν.
Όλα χαθήκαν στου χρόνου
το πέρασμα που χνάρια νωπά και κόκκινα άφησε
στης καρδιάς μου τον δρόμο
που εσύ, πρώτος, πάτησες.
Τα φιλιά σου από άμμο
δεν άντεξαν
την καυτή την ανάσα μου.
Σκόρπισαν, χάθηκαν
στων λεπτών τους χτύπους
αλάργεψαν.
Σε κοιτώ.
Απορώ που συνέχισα
κι ας ξοδεύτηκαν μάταια.
Είν' η άνοιξη μέσα μου
τραγουδά , επιβιώνει, γεννάει
και την άμμο, εύφορο έδαφος έκανε.
Συνεχίζω πιο πάνω από σένα
πετάω.

~Ρένα Γέρου~

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

ΙΣΩΣ

Ίσως στο τέλος να φταις
που ονειρεύτηκες
που είχες ελπίδες
που πάλεψες
που φώναξες
που αλλού κέρδισες κι αλλού έχασες.
Που έζησες εντελώς 
μέχρι όσο, την ευτυχία , την δυστυχία, τον πόνο, τον έρωτα
τη χαρά, τη λύπη.
Ίσως να φταις ακόμα και για το πιο απλό.
Γιατί, φίλε μου, κάποιος πρέπει
πάντα να φταίει.
Και μοιράζουν φταιξίματα οι δυνατότεροι.
Γιατί όχι; 
Όλα θέμα ευθυνών κι όχι αποτελεσμάτων.
Ίσως να φταις για τις ελπίδες και τα όνειρα.
Ίσως να βάλουν φραγή εισερχομένων ονείρων μια μέρα.
Ίσως αυτή η μέρα να είναι κοντά.
Ίσως...
Ρένα Γέρου
"Ίσως να φταίει η συνήθεια της θλίψης μας!
{συμπλήρωμα από τον καλό φίλο @Αντώνης Χατζηθωμάς

Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

ΚΥΜΑΤΑ

Μην τα μετράς τα κύματα
με βλέμματα στεριάς.
Να τα μετράς μ' ανάσες του ορίζοντα
με παφλασμούς αλμύρας
με φτερουγίσματα των γλάρων δυνατά
και με σταγόνες που χυμούν απάνω στο βοριά.

Μην την μετράς τη θάλασσα πάνω απ' τα βράχια
κανείς ποτέ τα βράχια δεν αγάπησε.
Του άλμπατρος το πέταγμα και της αλκυόνης το ταξίδι
να μετράς...
Το παιχνίδισμα του αγέρα πάνω στο πανί
και την δροσιά την αλμυρή στα χείλια.

Άσε το πέλαγο να σε φιλήσει απαλά
κράτα με την καρδιά σου την αλήθεια.
Ταξίδεψε σαν το πουλί
ανέμελα , απαλά
κι άσε τα βράχια να τα τρώει η συνήθεια.
(Ρ. Γέρου)

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

ΤΟ ΘΛΙΜΜΈΝΟ ΠΟΊΗΜΑ

Ένα θλιμμένο ποίημα
βάλθηκα να σας γράψω,
μ' ονείρου αναφιλητά
κι έρωτα κουρνιαχτό.
Ένα θλιμμένο ποίημα
με πίκρα ποτισμένο
να μαρτυρά απόρριψης
τον πόνο τον βουβό.
Μαύρο μελάνι έσταξα
στης πένας την γραφίδα
σε δάκρυα απόγνωσης
την βούτηξα μετά.
Κι άρχισα τον συλλογισμό
με θάρρος κορωνίδα
στα μάτια σας να φέρω πυρετό.
Ένα θλιμμένο ποίημα
δεν μπόρεσα να γράψω.
Τ' απόγιομα με βρήκε 
τους στίχους να μετρώ.
Ήτανε χρόνια δίσεκτα
για λέξεις ματωμένες,
στομώσανε  τα λόγια 
που βράζαν μισεμό.  
Έσκισα αίφνης το χαρτί
το πέταξα μακριά μου,
όπως και κάθε θλίψης μου
πικρό αναστεναγμό.
Η γάτα μου που λούζεται
-μόνιμη συντροφιά μου-
εκείνη μου ψιθύρισε
το παμπάλαιο μυστικό.

"Γράφε ποιήματα χαράς
είν' η ζωή μας λίγη.
Μη σπαταλάς ούτε λεπτό
με δάκρυα σκοτεινά.
Κι εγώ, γάτα κι αν είμαι
κι έχω ζωές εφτά,
καμιά δεν θα χαράμιζα
σε λύπης αγκαλιά".

Κι έκαμα όπως πρόσταξε
το μικρό μου το γατί
γιατί στυφή ζωή
και μίζερη,
είναι σαφώς λειψή.

{Ρένα Γέρου}

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Στιχοι- ώδης δημιουργία


Σε στίχους ανάπαιστους 
Την ψυχή μου εκδίδω

Με κύμβαλα άλικα 
Υμνώ την αγάπη.

Αβέλτερα τα λόγια μου κι αβλαβή
Σε ώτα με προσηνή προδιάθεση
Ευλαβικά αποθέτω.

Με φειδώ αισιοδοξώ
Μ' εγκαρτέριση δέχομαι
Επαίνους και πλάνες.

Ατέρμονη του ωραίου η αναζήτηση
Πόθος κρυφός 
Στην καρδιά μου σταλάζει ευδαιμονία

Αβάκχευτη της ψυχής μου η ουσία.
Ατελεύτητη της λυρικής μου έμπνευσης
Η πηγή.

( Ρένα Γέρου )
(Ένα ελάχιστο ποίημα)

Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Ο Χρησμός


Κόπιασε. Γύρε σιμά μου κι αφουγκράσου: « Εστ’ ήμαρ…».
Πολύβουες κάθε χειμώνα οι μέρες, μ’ ανάσες καλοκαιρινές δονούνται
Εδώ στης γης τον ομφαλό, μ’ ένα κρεσέντο απάνεμο η πηγή σιωπές υψώνει: « Εστ’ ήμαρ ότε…»
Μην με ρωτάς τι να ήθελε να πει. Ελεύθερη άσε την ψυχή σου, άκου.
Τούτον τον προπατορικό τον λυρισμό, αιώνες με αποσπερίτες
τους φώτισε Απολλώνιος  στέφανος. «… Φοίβος…»
Οι πέτρες ίδιες. Πάνω τους οι ηλιαχτίδες ελπίδες προσκυνάνε κάθε αυγή.
Αγνότητα κι αλήθεια ο αέρας ες αεί ομολογεί, καθώς ανάμεσα περνά.
Διδάσκεται, ωριμάζει «…πάλιν ελεύσεται…»
Κάθε λογής πετούμενο και κάθε ον τετράποδο τον απαράμιλλο βωμό
μ’ ευλάβεια προσκυνά.
Απ’ το μελίσσι που βουίζει θαλερά και τον ανθό του θυμαριού και του έλατου ρουφά, μέχρι την γερακίνα που αγέρωχη ψηλά εκεί τριγυρίζει.
Ο ήλιος λούζει κεχριμπάρι τα βουνά, δανείζεται το φως του από τα βράχια τα ίδια.
Τ’ αηδόνι στου μαντείου την πηγή βουτά κι ευθύς τραγούδι αρχινά με σθένος: « Εστ’ ήμαρ ότε Φοίβος…»
Η πλάση ολόγυρα σμιλεύεται αρμονία κι ομορφιά.
Τι κι αν την αίγλη σου ζηλέψαν πορθητές να την κουρσέψουν δεν κατάφεραν.
Ανθρώπων έργα τα λάφυρα τους, μόνο.
Χαμένο το σημάδι των ανομιών τους μέσα στης κερήθρας την μοσχοβολιά.
Κι η θάλασσα ροδόσταμο ξεπλένει την κακία απ’ τ’ ακρογιάλι.
Το χώμα Ελληνικό.  Αέρας από ρίγανη, χαμόμηλο και δάφνη.
Διαβάτη άκου με την παιδική σου την καρδιά. Μπορείς.
Η Πυθία δεν έπαψε ποτέ να προφητεύει:
« Εστ’ ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται
και ες αεί έσεται».


{Το ποίημα μου "Ο Χρησμός" διακρίθηκε στους 32ους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης}