Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΦΥΣΗ #ΓΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΦΥΣΗ #ΓΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΜΥΘΟ

 


Εκείνος το ήξερε πως την είχε ερωτευτεί
όπως καμιά άλλη πιο πριν
ίσως να έφταιγε εκείνο το δροσερό στεφάνι από παπαρούνες
που είχε φορέσει στα μαλλιά η Περσεφόνη κείνη τη μέρα
κι αυτός ήθελε τόσο να της χαρίσει τον κόσμο του
να την πάρει έτσι δροσερή κι ανέμελη
ακριβώς όπως ήταν
και να την βάλει μεμιάς στο σκοτεινό σπίτι του.
Ίσως και να φώτιζε λίγο τ' αρχοντικό του με τη λάμψη της
Ίσως και να δρόσιζε το στρώμα του που έκαιγε τόσο
Ίσως να μοσχομύριζε για πρώτη φορά η κάμαρη
μια μυρωδιά που δεν είχε νιώσει ποτέ του.
Τι ήταν η μυρωδιά;
Η αγκαλιά;
Η αγάπη; Μα πιότερο το μοίρασμα.
Να! Αυτά αγνοούσε. Κι ας ήταν Θεός.
Και ζωγράφισε. Ζωγράφισε ένα κόσμο σαν τον δικό της.
Και κρέμασε τη ζωγραφιά στο κρεβάτι από πάνω.
Να την κοιτά να μην βλέπει το απόλυτο σκοτάδι γύρω της.
Χάρηκε με την ιδέα του. Κρέμασε από την οροφή κάτι αστέρια.
Έπειτα σκέφτηκε πως ίσως όλα αυτά της θύμιζαν το σπίτι της.
Ίσως την έκαναν να το νοσταλγήσει.Μα έτσι θα την έχανε
Τα μάζεψε φοβισμένος.
Καλύτερα να μην της τα έδινε όλα αυτά που είχε συνηθίσει.
Ίσως ο θάνατος και το τίποτα να ήταν το τέλειο δώρο.
Στο σκοτάδι δεν θα φαινόταν καμιά πληγή
καμιά αδικία και τίποτα άσχημο-μα ούτε κι όμορφο.
Καμία σύγκριση.
Τότε, τίποτα δεν θα την πλήγωνε πια.
Και χαμογέλασε ικανοποιημένος στη σκέψη
πως στο παλάτι του θα έβρισκε, οριστικά και αμετάκλητα,
την ευτυχία.
Ρ.Γ.


Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Με μια χάρτινη βαρκούλα

Τα ταξίδια με χάρτινες βαρκούλες στους ωκεανούς, είναι συναρπαστικά όσο κι επικίνδυνα.
Θέλει σθένος, τόλμη και μπόλικη τρέλα μιας και το χαρτί σαν υλικό δεν τα πάει καλά με το νερό.
Μα εδώ σε θέλω καπετάνιο μου. Να έχεις, λέει, την ναυτοσύνη να διανύεις μίλια ολάκερα, θαλασσινά με την χάρτινη βαρκούλα σου. Να σε κοιτάζουν τα σιδερένια και τα ξύλινα σκαριά και να γελάνε στην αρχή. Έπειτα, όμως, να απορούν με εσένα και την προσπάθεια σου.

Το χαρτί. Αυτό το τιποτένιο χαρτί, να αναδεικνύεται πιο ικανό απ' όλα τα άλλα υλικά. Και το σκαρί από το ροζ επιστολόχαρτο, να βγαίνει στις Ιθάκες των ωκεανών και να τις προσπερνά. Γιατί τι είναι δα, οι Ιθάκες παρά απλές στεριές. Κι εμάς εδώ δεν μας μέλλουν οι στεριές παρά τα ταξίδια. Εμείς εδώ, δεν θέλουμε να αράξουμε, ούτε να ξεμπαρκάρουμε σ' αλαργινά λιμάνια. Αλίμονο, τα έχουμε δει όλα. Ως και την ίδια μυρωδιά έχουν. Μα η θάλασσα. Αχ, αυτή η πλανεύτρα, έχει πάντα μια φρεσκάδα. Μια μοσκοβολιά. Κι ας κουράζεσαι. Κι ας λες να αράξω τώρα, να λασκάρω λιγάκι. Μα μόλις φτάνεις γίνονται όλα μετά από λίγο ξανά τα ίδια. Και πάλι πίσω να γυρνάς στην αγκαλιά της να κουρνιάσεις. Να σε κανακέψει. Μα και να σου ψήσει το ψάρι στα χείλη. Και δος του πάλι αγώνας για επιβίωση. Και ξανά προσπάθεια κι ανάκαρα ν' αντέξεις μη σε φάνε τα θεριά. 

Τότε ακριβώς είναι που έρχεται κι ο γλάρος στο κατάστρωμα. Σε κοιτά έτσι δα λίγο περιπαιχτικά, λίγο παραξενεμένος. Μόλις κάνεις να τον ακουμπήσεις, ανοίγει τα φτερά του και πετά. όπου θέλει αυτός. Όπου του αρέσει. Σήμερα εδώ, αύριο εκεί. Τα βουνά, τα νερά, τα σκαριά όλα, πατρίδα τα έχει. "Κι εγώ; " λες. "Κι εγώ. Κι ας μην έχω φτερά. Μονάχα αυτή εδώ την χάρτινη βάρκα". 'Τα πάντα πατρίδα".

Θέλει, όμως κουράγιο. Κι εκεί που χάνεις την πίστη, να την ξαναβρίσκεις. Κι εκεί που νικιέσαι, να νικάς. Κι ακόμα. Κι ακόμα. Ως την φθορά την αναπόφευκτη. Ως το τέλος. Αυτό το ίδιο τέλος που είναι για όλους. Και για τα σίδερα και για τα ξύλα και για τα χαρτιά. Κι αφού είναι να έρθει, καλοδεχούμενο. Μα στο μεταξύ, κάνε το ταξίδι σου ζηλεμένο.
Έτσι για την αλητεία.
Έτσι για να το ευχαριστηθείς.
Γιατί το θέμα ήταν πάντα το ταξίδι κι όχι οι λογιών λογιών στεριές.
Και στο τέλος γυρνάς πίσω εκεί που ήταν πάντα η πατρίδα σου. Αυτό στο δίνει η θάλασσα για δώρο. Επειδή την σεβάστηκες και την αγάπησες τόσο βαθιά.
Αυτό είναι το δώρο για τους ξεχωριστούς ταξιδευτές. Μήτε για τους συνηθισμένους, μήτε τους ξιπασμένους και τους πολύξερους. Μα για τους διαλεχτούς. Αυτούς που μπόρεσαν να σεβαστούν τα "εν σοφία εποίησας". Κι αφουγκράστηκαν τον παλμό τους. Και γίναν ένα μαζί τους.
Τα παιδιά της φύσης.
Τα παιδιά του Θεού. 
Τα παιδιά που θέλησαν να πορευτούν πάνω στις χάρτινες βαρκούλες.

~Ρένα Γέρου~

Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Ο ΗΛΙΟΣ



Λαθραία ξημέρωσε και σήμερα.
Διστακτικός ο ήλιος, άφησε την αγκαλιά μιας αισιόδοξης αυγής κι έπιασε δουλειά στον ορίζοντα.
Ακόμα και για εκείνον η δουλειά της διαδρομής του από ανατολή σε δύση ήταν βαρετή.
Κάθε μέρα το ίδιο τροπάρι.
"Ρουτηνιάσαμε" σκεφτόταν,"γεράσαμε κι ακόμα το ίδιο αιώνες τώρα".
Μα οι υποχρεώσεις δεν τον άφηναν να ξεκουραστεί.
Τι κι αν ήταν ο πιο φωτεινός ζωοδότης του σύμπαντος; Τα "πρέπει" δεν αφήνουν κανέναν ελεύθερο. Βαριανασαίνοντας, μια που τα είχε τα χρονάκια του, ανέβηκε για άλλη μια φορά στο όχημα του και ξεκίνησε το ίδιο ταξίδι που έκανε χιλιάδες χρόνια τώρα.
Είχε χρέος απέναντι στους απογόνους.
Τα παιδιά! Να φροντίσει, τα παιδιά. Κι αυτό το γέλιο το χωρίς δόντια εκείνου του μικρούλη μπέμπη, τον έκανε να παίρνει θάρρος και δύναμη να συνεχίζει. Κι ας είχε κουραστεί. Κι ας μην είχε αφήσει για τον εαυτό του ικμάδα ανάκαρας. Ο μπεμπούλης εκείνος τον χρειαζόταν.
Γιατί, όταν σε εγκαταλείπουν όλοι ακόμα και οι γονείς που σε γέννησαν, όταν οι άνθρωποι γίνονται τέρατα και τρώνε τα παιδιά τους, τι μένει, παρά ο Ήλιος να ζεστάνει τις ψυχές μας;
Και το φως να πέσει πάνω στα σκοτάδια μας να τα καθαρίσει. Μήπως και κάποτε, μετά από αιώνες τα καταφέρουμε και γίνουμε Άνθρωποι!!
~ Ρένα Γέρου~

Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

ΚΥΜΑΤΑ

Μην τα μετράς τα κύματα
με βλέμματα στεριάς.
Να τα μετράς μ' ανάσες του ορίζοντα
με παφλασμούς αλμύρας
με φτερουγίσματα των γλάρων δυνατά
και με σταγόνες που χυμούν απάνω στο βοριά.

Μην την μετράς τη θάλασσα πάνω απ' τα βράχια
κανείς ποτέ τα βράχια δεν αγάπησε.
Του άλμπατρος το πέταγμα και της αλκυόνης το ταξίδι
να μετράς...
Το παιχνίδισμα του αγέρα πάνω στο πανί
και την δροσιά την αλμυρή στα χείλια.

Άσε το πέλαγο να σε φιλήσει απαλά
κράτα με την καρδιά σου την αλήθεια.
Ταξίδεψε σαν το πουλί
ανέμελα , απαλά
κι άσε τα βράχια να τα τρώει η συνήθεια.
(Ρ. Γέρου)

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

ΧΟΥΣ ΕΙΣ ΧΟΥΝ

Μάνα γη,
 θνητός εγώ, τέκνο δικό σου,
κομμάτι μικρό κι αναπόσπαστο τμήμα σου.
Εσύ η αρχή και το τέλος
του φευγαλέου ονείρου μου.
Ξαφνικά ένα βότσαλο την γαλήνια επιφάνεια
μιας λίμνης ταράσσει.
Ζωή, ωριμότητα, θάνατος, αναγέννηση,
ο αέναος κύκλος
με προοδευτική μετεξέλιξη.
Εντός της θάλασσας είσαι,
εκεί απ’ όπου οι στεριές κορυφώνονται
στ’ ουρανού τα θεμέλια.
Κι εγώ λίγος κι ασήμαντος
στου χρόνου το αιώνιο,
να σε δαμάσω, ο υβριστής, ματαίως προσπάθησα.
Με το καινούριο φεγγάρι τα έργα μου
ανακυκλώθηκαν όλα στην αγκαλιά
του κισσού και της φτέρης.
Αγρίμια μόνα και άδολα
κοιτούν τα κουφάρια της αλαζονείας μου.
 Κι αν ζωή σαν την μάνα μας δώρισες
εσύ θάνατος κι ανάσταση αντάμα.
Χθων μου πολύτιμο,
υμνώ σε
δοξάζω και
σέβομαι.

                                            

                                             Βραβείο στο Earth Poetry Festival  Ιούνιος 2017 Θεσσαλονίκη.
Η φωτογραφία Θέα από το μαντείο των Δελφών (Προσωπικό αρχείο)